Σ
σα = στα, στις
σαγλάμψ = γερός, δυνατός
σαέβω = υπολογίζω
σαέβνε = υπολογίζουν
σακάτενα = σακάτισα
σαλαχανάς = αργόσχολος
σαλαχανέσα = αργόσχολη
Σαλονίκ = Θεσσαλονίκη
σαντάλ = σανδάλι
σαντάλαι = σανδάλια
σαντούγ = σεντούκι
σαπόν = σαπούνι
σαπόναι = σαπούνια
σαπλάκαν = σκαμπίλι
σαπλάκας = σκοιμπίλια
σαπλακίζω = χαστουκίζω
σαπλακίζνε = χαστουκίζουν
σαρέβω = γαντσώνω
σαρέβνε = γαντσώνουν
σασέβω = τα χάνω
σασέβνε = τα χάνουν
σασιρεμένσς = σαστισμένος
σασιρεμέντσα = σαστισμένη
σασουρέβω = τα χάνω
σασουρέβνε = τα χάνουν
σ’ ατέν = σ’ αυτήν
σ’ ατόν = σ’ αυτόν
σ’ ατό = σ’ αυτό
σ’ ατινέτερα = σ’ αυτούς
σαφλέας = σαλιάρης
σαφλίζω = σαλιαρίζω
σαφλίζνε = σαλιαρίζουν
σαχάν = πιάτο
σαχάναι = πιάτα
σαχτάρ = στάχτη
σαχτάραι = στάχτες
Σεβάζ = Σεβάστεια
σεβταλής = αισθηματίας
σεβτάς = αίσθημα
σειλ = χείλι
σείλαι = χείλια
σειμουγκόν = χειμώνας
σεήρ = σερνιάνι
σελπέτ = σερμπέτι
σ’ εμέν = σε μένα
σεμέρ = σαμάρι
σερί = σκιά
σερία = σκιές
σερ = χέρι
σέραι = χέρια
σέρα = χήρα
Σέρα = ποντιακός χορός
σέρος = χήρος
σερέβω = μαζέβω
σερέβνε = μαζέβουν
σέρεψον = μάζεψε
σερούλ = χερούλι
σερομίλ = μυλόπετρα
σερομίλαι = μυλόπετρες
σερσέμπς = σερσέμης
σ’ εσέν = σ’ εσένα
σεούτ = ιτιά
σεούται = ιτιές
σέφτελον (το) = παντζάρι
σέφτελα = παντζάρια
σέφτελεσα = κοιμισμένη
σέφτελον (ο) = κοιμισμένος
σην = στην
σιλ = χίλιοι
σίλαι = χίλια
σιλέαν = σκαμπίλι
σιλέας = σκαμπίλια
σιλέβω = σφουγγαρίζω
σιλέβνε = σφουγγαρίζουν
σιλάκλερος = πεντάρφανος
σιλέχαρον = ο καημένος
σίμισκα = ηλιόσπορος
σίμισκας = ηλιόσποροι
σ’ ίναν = σε κάποιον
σινίν = ταψί
σινία = ταψιά
σίτε = όπως, καθώς
σιφτέν = πρώτα
σκαφίδ = σκάφη
σκεντρέζω = τσιμπάω
σκεντρέζνε = τσιμπάνε
σκεντρίασμαν = τσίμπημα
σκεπίδ = σφήκα
σκηρά = βαριά (ομιλία)
σκιρός = πηχτός
σκοτινέβ = βραδιάζει
σκοτία = σκοτάδι, βράδυ
σκουντουλίζω = μυρίζω
σκουντουλίζνε = μυρίζουν
σκούμαι = σηκώνομαι
σκούνταν = σηκώνονται
σκωλέκ = σκουλήκι
σκωλέκαι = σκουλήκια
σκώνω = σηκώνω
σκώνε = σηκώνουν
σο = στο
σοέβω = κατακλέβω
σοέβνε = κατακλέβουν
σοι = στους
σον = χιόνι
σόναι = χιόνια
σονίζ = χιονίζει
σον = στον
σορομίλαι = μυλόπετρες
σουμά = κοντά
σουμάδαι = αρραβώνες
σουμαδέματα = αρραβωνιάσματα
σουμάδεμαν = αρραβώνας
σουμαδεύκουμαι = αρραβωνιάζομαι
σουμαδεύκουνταν = αρραβωνιάζονται
σουμαδεμένος = αρραβωνιασμένος
σουμαδεμέντσα = αρραβωνιασμένη
σουμαδεύω = αρραβωνιάζω
σουμαδεύνε = αρραβωνιάζουν
σουμώνω = πλησιάζω, κοντεύω
σουμώνε = πλησιάζουν, κοντεύουν
σουσάμ = σουσάμι
σοχρέβω = τα θαλασσώνω
σοχρέβνε = τα θαλασσώνουν
σπίγγομαι = σφίγγομαι
σπίγγουνταν = σφίγγονται
σπίγγω = σφίγγω
σπογγίζω = σκουπίζω
σπογγίζνε = σκουπίζουν
σπορίδ = γραμμή σποράς
σπορίδαι = γραμμές σποράς
στα = σταμάτα
σταμάτσον = σταμάτησε
Σταυρίτες = Σεπτέμβρης
στέρε = στερεά
στοιβαγμέν = στοιβαγμένοι
στοιχαρέζω = δίνω συγχαρητήρια
στοιχαρέζνε = δίνουν συγχαρητήρια
στούδ = κόκαλο
στούδαι = κόκαλα
στύπα = τουρσί
σύμπουρνα = ανήμερα
συνίφσα = συννυφάδα
σύριμαν = σφύριγμα
συρίζω = σφυρίζω
συρίζνε = σφυρίζουν
συρινέφκουμαι = βασανίζομαι
συρινέφκουνταν = βασανίζονται
σύρον = τράβα
συρίχτα = σφυρίχτρα
σχωρεμένον = συγχωρεμένος
σως = σώπα
Τ
ταβίζω = μαλώνω
ταβίζνε = μαλώνουν
τάβισμαν = μάλωμα
τάβλα = σταύλος
ταγουτέβω = διαλύω
ταγουτέβνε = διαλύουν
ταγουτεφτέστε = διαλυθείτε
τάη = θείε
ταής = θείος
ταμάμ = ακριβώς
ταν = αριάνι
ταούλ = νταούλι
ταούλαι = νταούλια
ταπιέτ = χαρακτήρας
ταράγουμαι = ανακατεύομαι
ταράγουνταν = ανακατεύονται
ταράζω = ανακατεύω
ταράζνε = ανακατεύουν
ταράζ με = με ανακατώνει
ταρέζ = ντουλάπι
ταρέζαι = ντουλάπια
τας = ποτήρι
τάσαι = ποτήρια
τατινές = δικό της
τατινέτερον = δικό τους
τατουνού = δικό του
ταφήν = τάφος
ταφία = τάφοι
ταχτάπητια = κοριοί
τεή = τάχα
τεάμ = τάχα, δήθεν
τεβεκενλής = ανάποδος
τεκ = μονό, μόνο
τεκεινού = εκεινού
τελ = σύρμα, τέλι
τελείμαι = τελειώνω
τελείνταν = τελειώνουν
τεμά = δικά μου
τεμέκ = δηλαδή
τεμέν = μένα
τεμόν = δικό μου
τεμέτερον = δικό μας
τεντελίζω = τουρτουρίζω
τεντελίζνε = τουρτουρίζουν
τεπιάτ = κανονίζω
τερέβω = ξεφλουδίζω καλαμπόκι
τερέβνε = ξεφλουδίζουν καλαμπόκι
τέρεμαν = ξεφλούδισμα, κοίταγμα
τέρεν = κοίταξε
τερέστε = κοιτάξτε
τερσία = ρόκες
τερσίν = ρόκα
τερτ = βάσανο
τέρται = βάσανα
τερώ = κοιτάζω
τερούν = κοιτάζουν
τεσά = δικά σου
τεσέν = σένα
τεσέτερον = δικό σας
τεσόν = δικό σου
τεσσάρ = τεσσάρι
Τετάρτ = Τετάρτη
τεχνίτ = τεχνίτες
τεχνίτες = τεχνίτης
τζαντζαρέβω = σκαρφαλώνω
τζαντζαρέβνε = σκαρφαλώνουν
την (άτονο) = την
τησάκ = πάπλωμα
τησάκαι = παπλώματα
τιδέν = τίποτα
τιζέβω = διευθετώ
τιζέβνε = διευθετούν
τίμιεσα = τίμια
τιμψά = τα μισά
τίναν = ποιόν
το (άτονο) = το
τοζ = σκόνη
τόζαι = σκόνες
τογρία = ευθεία, σωστά
Τόλη = Ανατολή
τον (άτονο) = τον
τοξάρ = δοξάρι, τόξο
τοπλαέβω = μαζεύω
τοπλαέβνε = μαζεύουν
τόπαι = μέρη
τουβάρ = ντουβάρι
τουβάραι = ντουβάρια
τουμπίν = τούμπα
τουν (άτονο) = τους
τουρπ = ρεπάνι
τούρπαι = ρεπάνια
τουρπάν = δρεπάνι
τουρπάναι = δρεπάνια
τουτ = μούρο
τούται = μούρα
τοχμάγχς = κόπανος
τοχτώνω = συνθλίβω
τοχτώνε = συνθλίβουν
τρανά = μεγάλα
τρανέσα = μεγάλη
τρανίνω = μεγαλώνω
τρανίνε = μεγαλώνουν
τρανόν = μεγάλο
τρανόν κορίτς = γεροντοκόρη
τρανόν αγούρ = γεροντοπαλίκαρο
τρανός = μεγάλος
τρέξον = τρέξε
τρεξίον = τρέξιμο
τρία ημπς = τρισήμισι
τριάρ = τριάρι
τρίμαν = ποντιακός τραχανάς
Τριτ = Τρίτη
Τρυγομηνάς = Οκτώβρης
τρυπεμένα = τρυπημένα
τρυπήν = τρύπα
τρυπία = τρύπες
τς (άτονο) = της, σου
τσαγχ = τζάκι
τσαηχτά = φωναχτά
τσακάλ = τσακάλι
τσακλίν = παπαδάκι
τσακλία = παπαδάκια
τσαήζω = φωνάζω
τσαήζνε = φωνάζουν
τσάηξον = φώναξε
τσακώνω = σπάω
τσακώνε = σπάνε
τσαχελίζω = τσαπίζω
τσακελίζνε = τσαπίζουν
τσακέλ = τσάπα
τσακέτ = ζακέτα, σακάκι
τσαήρ = βοσκή
τσαήραι = βοσκές
τσακούτς = σφυρί
τσακούτσαι = σφυριά
τσακωμένον = σπασμένο
τσάκωσονατο = σπάστο
τσάκωσονατον = σπάστον
τσάλτικαν = παιδικό παιχνίδι
τσαμούρ = λάσπη
τσαμούραι = λάσπες
τσαμουρωμένος = λασπωμένος
τσαμουρωμέντσα = λασπωμένη
τσαμουρωμένα = λασπωμένα
τσανίζω = σκορπίζω
τσανίζνε = σκορπίζουν
τσαπρέσα = αλλοίθωρη
τσαπρός = αλλοίθωρος
τσαρούσ = τσαρούχι
τσαραφίζω = γρατζουνάω
τσαραφίζνε = γρατζουνάνε
τσατήρ = τσαντήρι
τσατήραι = τσαντήρια
τσάτσαλεσα = ολόγυμνη
τσάτσαλον = ολόγυμνος
τσατσαλίζω = ξεγυμνώνω
τσατσαλίζνε = ξεγυμνώνουν
τσατσία = κλαδάκια
τσατσίν = κλαδάκι
τσαφίζω = ξύνω
τσαφίζνε = ξύνουν
τσαχμάχ = τσακμάκι
τσαχμάχα = τσακμάκια
τσαχάλ = ανώρυμοι
τσαχάλεσα = ανώριμη
τσαχάλτς = ανώριμος
τσερίζω = ξεσχίζω
τσερίζνε = ξεσχίζουν
τσιλίδ = αναμμένο κάρβουνο
τσιλίδαι = αναμμένα κάρβουνα
τσιλτέας = κατουριάρης
τσίλτεμαν = κατούρημα
τσιλτέβω = κατουράω
τσιλτέβνε = κατουράνε
τσιμίδ = μυαλό
τσιμίδαι = μυαλά
τσιπ = πολύ
τσιπ καλά = πολύ καλά
τσίπα = αφαλός
τσινέας = κουτσουλιές πουλιών
τσιπλάχεσα = ολόγυμνη
τσιπλάχς = ολόγυμνος
τσιριχτά = τηγανίτες
τσιτ = τσεμπέρι
τσίται = τσεμπέρια
τσιτσάκ = λουλούδι
τσιτσάκαι = λουλούδια
τσιτσία = βυζιά
τσιτσίν = βυζί
τσιτσίνατς = βυζί της
τσιφλίκ = τσιφλίκι
τσιφλίκαι = τσιφλίκια
τσοκιέβω = καταπιέζω
τσοκιέβνε = καταπιέζουν
Τσόφα = Σοφία
τσορκανίζω = σέρνω
τσορκανίζνε = σέρνουν
τσορκανίγουμαι = σέρνομαι
τσορκανίγουνταν = σέρνονται
τσουμούρ = ποντιακό φαγητό
τσούνα = πόρνη
τσουπία = βελόνες
τσουπίν = βελόνα
τσουπώνω = βουλώνω
τσουπώνε = βουλώνουν
τσούρατο = βούλωστο, σώπα
τσουρώνω = αποσιωπώ
τσουρώνε = αποσιωπούν
τσουρμουλίζω = χαϊδεύω
τσουρμουλίζνε = χαϊδεύουν
τσουρμούλεμαν = χάιδευμα
τσουρούκ = σάπιο
τσουρούκαι = σάπια
τυραννίουμαι = τυραννιέμαι
τυραννίουνταν = τυραννιένται
τυχερέσα = τυχερή
Υ
ύαν = υγεία
ύας = υγείες
υβρίζω = βρίζω
υβρισία = βρισιά
ύβρισμαν = βρίσιμο
υβρίστας = υβριστής
υβριστέας = υβριστής
υέβνε = συμφιλιώνονται
υέβω = συμφιλιώνομαι
υία = υγεία
ύλαγμαν = γάβγισμα
υλαγμός = γάβγισμα
ύλαζα = γάβγιζα
υλάζνε = γαυγίζουν
υλάζω = γαυγίζω
ύλαξα = γάβγισα
υλάξτε = γαβγίστε
ύλασμαν = γάβγισμα
υλέα = ύλη
υλέε = δάσος
υλιάκραι = άκρες δάσους
ύλιζα = σούρωνα, στράγγιζα
υλίζνε = στραγγίζουν
υλίζω = στραγγίζω
υλιστέρ = στραγγιστήρι
υλιστέριν = στραγγιστήρι
υλιστερόν = στραγγιστό
υλιστή = στραγγιστήρι
υλιστόν = στραγγισμένο γιαούρτι
ύμνισμαν = όρκος
υνάζω = εγγίζω, πληγώνω
υναίκα = γυναίκα, σύζυγος
υναικίζω = παντρεύομαι, παντρεύω
υνίασμαν = πλήγωμα
υπαντή = προϋπάντηση
υπάντρεμαν = παντρειά
υπαντρεύω = παντρεύω
υπαντρία = παντρειά
ύπαντρος = παντρεμένη
υπερηφανεύκομαι = περηφανεύομαι
υπερηφανεύκουμαι = περηφανεύομαι
υπερηφανεύτα = περηφανεύτηκα
υπερηφανία = περηφάνια
υπερουσία = εργασία, δουλειά
υπερυλίζω = ιδρώνω πολύ
υπνάρης = υπναράς
υπνάσκομαι = νυστάζω, υπνοβατώ
υπνάσκουμαι = νυστάζω, υπνοβατώ
υπνασμένος = υπνοβάτης
υπνασμέντζα = υπνοβάτισσα
υπνέας = υπναράς
υπνού = υπναρού
υπνωή = νύστα
υπνώνω = νυστάζω
ύπνωσα = νύσταξα
υπόδ = υποπόδιο
υπόδαι = υποπόδια
υπόμενος = υπομονητικός
υπόμονος = ανεκτικός
ύποπτεσα = ύποπτη
υποτάζω = υποτάσσω
ύπουλεσα = ύπουλη
υπουράναι = επουράνια
υπουργέσα = υπουργίνα
υποχοντρακός = νευρασθενικός
υποψιάσκουμαι = υποψιάζομαι
υποψιάστα = υποψιάστηκα
υρικλώσκομαι = τριγυρίζω
υρίκλωσμαν = τριγύρισμα
υροκλώθω = στριφογυρίζω
υρόκλωσμαν = στριφογύρισμα
ύρος = γύρος
υστέρ = κατόπιν, ύστερα
υστεραία = ύστερα
υστερία = ύστερα
υστερινός = τελευταίος
υστερμός = στέρηση
υστερνά = στο τέλος
υστερναίος = κατοπινός
υστερνοκαίριν = φθινόπωρο
υστερνοκάρι = στερνοπαίδι
υστερνοπαίδ = στερνοπαίδι
υστερνοπούλλ = στερνοπαίδι
υστερνός = τελευταίος
υφάδ = υφάδι
υφαίνσιμον = ύφανση
υφαίστρα = υφάντρα
ύφαση = ύφανση
υφάστικά = υφαντικά
ύφοσατ = ύφος του
ύφοσιμ = ύφος μου
ύφοσις = ύφος σου
ύψηλος = ύψος
ύψωμαν = αντίδωρο
Φ
φα = φάε
φάζω = ταήζω
φάζνε = ταήζουν
φαήν = φαγητό
φαήα = φαγητά
φανατικέσα = φανατική
φανερέσα = φανερή
φανταχτερέσα = φανταχτερή
φαρδέα = φαρδιά
φαρμάκι = φαρμάκι
φαρμάκαι = φαρμάκια
φεγγ = φέγγει
φέγγον = φεγγάρι
φελίν = καρβέλι, κομμάτι
φελία = καρβέλια, κομμάτια
φεύω = φεύγω
φεύνε = φεύγουν
φίλεμαν = φίλημα
φοβερέσα = φοβερή
φοβετσέας = φοβητσιάρης
φογούμαι = φοβάμαι
φογούνταν = φοβούνται
φορκάλ = σκούπα
φορκάλαι = σκούπες
φορ = φόρεσε
φορφάκα = βάτραχος
φορφάκας = βατράχια
φοσίγουμαι = παραχώνομαι
φοσίγουνταν = παραχώνονται
φοσίζω = παραχώνω
φοσίζνε = παραχώνουν
φουρκίζω = πνίγω
φουρκίζνε = πνίγουν
φουρνίν = φούρνος
φουρνία = φούρνοι
φουσίν = γυναικείο όργανο (αιδοίο)
φούστωρον = αυγά τηγανιτά
φουτέας = κλανιάρης
φουτίζω = κλάνω
φουτίζνε = κλάνουν
φουχνέας = μουχλιασμένος
φρόνιμεσα = φρόνιμη
φτείρα = ψείρα
φτείρας = ψείρες
φτειρέας = ψειριάρης
φτείρκουμαι = φταρνίζομαι
φτείρκουνταν = φταρνίζονται
φτερόπα = φτερά
φτερωτέσα = φτερωτή
φτηνέσα = φτηνή
φτουλακίζω = σπαρταρώ
φτουλακίζνε = σπαρταρούν
φτουλάκισμαν = σπαρτάρισμα
φυματικιέσα = φυματική
φωλόπον = φωλίτσα
Φωτείκα = Φωτεινή
Χ
χα = χάσου
χαθ = χάσου
χαζ = χάζι
χαηβάν = ζώο
χαηβάναι = ζώα
χαλαήν = κόλληση
χάμαι = χάνομαι
χάνταν = χάνονται
χαμάλτς = χαμάλης
χαμελά = χαμηλά
χαμελέσα = χαμηλή, κοντή
χαμελέτε = μύλος
Χάμπον = Χαράλαμπος
χαν = χάνει
χαντιλέγουμαι = γαργαλιέμαι
χαντιλέουνταν = γαργαλιούνται
χαντιλέζω = γαργαλάω
χαντιλέζνε = γαργαλούν
χαντιλέζωσε = σε γαργαλάω
χαντζέβω = καψαλίζω
χαντζέβνε = καψαλίζουν
χαντάκ = χαντάκι
χαντς = χάνεις
χαπ = χάπι
χάπαι = χάπια
χαπάχ = καπάκι
χαπάγα = καπάκια
χαπάρ = είδηση, χαμπάρι
χαπάραι = ειδήσεις, χαμπάρια
χαρ = δώρισμα
χαράν = γάμος
χαράζ = χαράζει
χαραντερίζω = δίνω είδηση χαράς
χαρέμ = χαρέμι
χαρέμαι = χαρέμια
χάρεται = χαίρεται
χάρουμαι = χαίρομαι
χάρουνταν = χαίρονται
χάρον = χάρος
χαρπούζ = καρπούζι
χαρπούζαι = καρπούζια
χαρτζιλίκ = χαρτζιλίκι
χαρτίν = χαρτί
χαρτία = χαρτιά
χασέβω = ζεματίζω
χασέβνε = ζεματίζουν
χάσιμον τη μωρή = έκτρωση
χάσονα = παράτα το
χάταλα = μικρά παιδιά
χάταλον = μικρό παιδί
χατήρ = χατήρι
χατήραι = χατήρια
χατέβω = διώχνω
χατέβνε = διώχνουν
χαψία = ψαράκια
χειρότερεσα = χειρότερη
χελιδόν = χελιδόνι
χελιδόναι = χελιδόνια
χλωμέσα = χλωμή
χνουδ = χνούδι
χνούδαι = χνούδια
χολέσκουμαι = θυμώνω
χολέσκουνταν = θυμώνουν
χολεσμένος = θυμωμένος
χολεσμένσα = θυμωμένη
χόρα = ξένος, ξένοι
χοροσάλφα = σαύρα
χοσ = αφού
χοσάφ = κομπόστα
χορτάρ = χορτάρι
χορτάραι = χόρτα
Χορτοθέρτς = Ιούλης
χοτλάγχς = δράκος
χουζούρ = χουζούρι
χουλέρ = κουτάλι
χουλέραι = κουτάλια
χουλέν = ζεστό
χούλεμαν = ζέσταμα
χουλένω = ζεσταίνω
χουλένε = ζεσταίνουν
χουλίουμαι = ζεσταίνομαι
χουλίουνταν = ζεσταίνονται
χουτίν = κουτί
χουτία = κουτιά
χρα = χρώμα προσώπου
χρέα = χρέη
Χριστέμ = Χριστέ μου
Χριστανάρτς = Δεκέμβρης
χριστιανέσα = χριστιανή
χρόναι = χρόνια
χρονία = χρονιά
χρυσέσα = χρυσή
χτενίουμαι = χτενίζομαι
χτενίουνταν = χτενίζονται
χτήναι = αγελάδες
χτήνον = αγελάδα
χωρέτες = χωριάτης
χωρέτεσα = χωριάτισσα
χωρικέσα = χωρική
χώρτσον = χώρισε
χωρ = κρόκος αυγού
Ψ
ψαθόπον = ψαθάκι
ψαθύρ = ψάθα
ψαθυρεύω = τρίβω, παρασκευάζω
ψαλάφεμαν = πρόταση γάμου, ζητιάνεμα
ψαλαφίον = αίτηση
ψαλαφούν = ζητάνε
ψαλαφώ = ζητάω
ψαλίδ = ψαλίδι
ψαλιδάζω = ψαλιδίζω
ψαλιδέα = ψαλιδιά
ψαλιδίασμαν = ψαλίδισμα
ψαλιδίτζα = έντομο
ψαλλέτσω = ψέλνω
ψάλλω = ψέλνω
ψάλον = ψάλε
ψάλτες = ψάλτης
ψαλτήρ = ψαλτήρι
ψαρίτζα = ψαράκι
ψαρλάδ = ψαρόλαδο
ψαρολίμ = ψαρολίμνη
ψαχνάδι = ψαχνό
ψεζνόν = χτεσινό
ψεζνός = χθεσινός
ψειρίτζα = κόνιδα
ψελ = ρητίνη πεύκου
ψελαίνω = ψηλαίνω
ψελάρκον = ρητινοφόρο
ψελένω = μικραίνω
ψελός = ψηλός, λεπτός, μικρός
ψεματικά = ψεύτικα
ψεματικός = ψεύτικος
ψεμένος = ψημένος
ψεμέντζα = ψημένη
ψεμμένον κηφάλ = πολύπειρος
ψεμόπον = ψεματάκι
ψένω = ψήνω
ψέουμαι = ψήνομαι
ψεσ’ = ψήση
ψέσιμον = ψήσιμο
ψέσκομαι = ψήνομαι
ψέσον = ψήσε
ψεύκομαι = απατώμαι
ψεύκουμαι = διαψεύδομαι
ψευτ = ψεύτες
ψεύτας = ψεύτης
ψεύτες = ψεύτης
ψευτία = ψευτιά
ψεύτικεσα = ψεύτικη
ψευτοδέσκαλος = ψευτοδάσκαλος
ψευτράλης = ψεύτης
ψεύτυμαν = διάψευση
ψευτύνω = διαψεύδω
ψεχτά = ξεραμένα
ψη = ψυχή
ψήα = ψυχές
ψηλαίνω = ψηλώνω
ψηλασέα = ορεινά
ψηλασία = ορεινά
ψηλάφες = ζήτηση
ψηλαφώ = ζητάω
ψηλέσσα = ψηλή
ψηλολεγνέσσα = ψηλόλιγνη
ψηλόλεγνος = ψηλόλιγνος
ψηλόν = ψηλός
ψηλορραχέα = ψηλή οροσειρά
ψηλόρραχον = ψηλό βουνό
ψήλος = ύψος
ψηλωτός = λίγο ψηλός
ψημέντζα = ψημένη
ψητέσα = ψητή
ψία = ψυχές
ψίκι = πάρσιμο νύφης
ψιλάρι = χτένι αργαλειού
ψιλένω = μικραίνω
ψιλέσα = ψιλή
ψίλιγμαν = καθάρισμα
ψιλίζω = καθορίζω
ψιλικαλατζεύω = σιγομιλώ
ψιλικόσκινον = πυκνό κόσκινο
ψιλικόφτω = ψιλικόβω
ψιλιμυία = μικρόμυγα
ψιλίτζικον = μικρούλης
ψιλοβολέα = μικροκαμωμένη
ψιλοβολέα = ψιλικό, μικροπράγματα
ψιλοβολέας = μικροκαμωμένος
ψιλοβρέχ = ψιχαλίζει
ψιλοζύγιανος = ζώδιο ζυγού
ψιλοκοπώ = ψιλοκόβω
ψιλομμάταινα = μικρομάτα
ψιλομμάτς = μικρομάτης
ψιλόν = ψηλός
ψιλοπούλλ = πουλάκι
ψιλορέα = ψιλικά σπιτιού
ψιλορία = ψιλικά σπιτιού
ψιλοτραγωδώ = ψιλοτραγουδώ
ψιλουρία = σκεύη σπιτιού
ψιλοφτείχ = μικρή ψείρα
ψιλοχόρταρον = μικρόχορτο
ψιλύνω = μικραίνω
ψιλωμένος = ελαφρός
ψιλωτός = λίγο λεπτός
ψίνα = ψώνια
ψινίζω = ψωνίζω
ψίνισμα = ψώνισμα
ψιχίδι = ψίχουλο
ψιχούδιν = ψίχουλο
ψίψη = γάτα
ψιψυρίζω = ψιθυρίζω
ψιψύρισμαν = ψιθύρισμα
ψόπον = ψυχούλα
ψουμουδία = ψώνιο
ψουνίζω = ψωνίζω
ψουψουρίζω = ψιθυρίζω
ψοφάρης = δειλός
ψόφεμαν = ψοφίμι
ψοφεμάτ = ψοφίμι
ψοφεμένος = πεινασμένος, ψόφιος
ψοφεμένος = τσιγκούνης
ψοφεμέντζα = τσιγκούνα
ψοφένω = ψοφώ
ψοφίζω = ψοφάω
ψοφισμός = ψόφος
ψοφωμός = θάνατος
ψυ = ψυχή
ψύγα = ψύχτηκα
ψυλλάζω = ψυλλιάζω
ψυλλέας = ψυλλιάρης
ψυλλίζω = ξεψειριάζω
ψυλλίουμαι = ξεψειριάζομαι
ψυλλού = ψυλλιάρα
ψυμ = ψυχή μου
ψυχοκόκκ = σιτάρι για κόλυβα
ψυχοκόκκιν = σιτάρι για κόλυβα
ψυχοκόριτζον = ψυχοκόρη
ψύχομαι = παγώνω
ψυχομάχεμαν = ψυχομάχημα
ψύχον = ελονοσία
ψυχοπαίδ = ψυχοπαίδι
ψυχόπον = ψυχούλα
ψύχος = ελώδης πυρετός
ψυχοτόπ = ελώδης τόπος
ψυχοτόπιν = ελώδης τόπος
ψυχού = ψυχοσάββατο
ψυχούμαι = παθαίνω ελονοσία
ψύχω = στεγνώνω
ψύχωμαν = ψύχωση
ψυχωμένος = άρρωστος από ελονοσία
ψωλή = πέος
ψωμάβα = γυναίκα φούρναρη
ψωμάς = φούρναρης
ψωματαρείος = ράφι ψωμιών
ψωμία = ψωμιά
ψωμίν = ψωμί
ψωμίτζα = φέτα ψωμιού
ψωμοθρύμμ = θρύμμα
ψωμοξύστρα = σπάτουλα
ψωμόπον = ψωμάκι
ψωμοσάνιδον = ράφι ψωμιών
ψωμοτάρεζον = ράφι ψωμιών
ψωμοφάγας = ψωμοφάγος
ψωμοφούρνιν = φούρνος για ψωμιά
ψώνον = ψώνιο
ψώντζον = ψώνισε
ψώντσον = ψώνισε
Ω
ωβά = αυγά
ωβάζνε = γεννούν αυγά
ωβάζω = γεννώ αυγά
ώβασμαν = ωοτοκία
ωβαστάριν = κοτέτσι
ωβατσής = αβγουλάς
ωβόν = αυγό
ωβόπον = αβγουλάκι
ωβότζεπλον = κέλυφος αβγού
ωδίνα = συμφορά
ώι = ωχ
ώκνεινα = τεμπέλιαζα
ώκνησα = τεμπέλιασα
ωκνώ = τεμπελιάζω
ωλένα = αγκαλιά
ωμέσα = ωμή
ωμία = ώμοι
ωμίν = ώμος
ωμίτζ = ώμος
ωμίτζαι = ώμοι
ωμοπλάτ = ράχη
ωμοπλατίτζ = ωμοπλάτη
ωμόυπνος = αγουροξυπνημένος
ωμόφορον = ωμοφόριο
ωμόχλον = χλιαρό
ωξίαζα = άξιζα
ωράγα = φυλάχτηκα
ωράγουμαι = φυλάγομαι
ωράγουμνε = φυλαγόμουν
ωράζω = φυλάγω
ωράουμαι = φυλάγομαι
ωράουμνε = φυλαγόμουν
ώρας = ώρες
ώρασμαν = φύλαγμα
ώρασον = φύλαξε, πρόσεχε
ωραστά = με προσοχή
ωρία = φύλαξε, πρόσεχε
ωρίαγμαν = φροντίδα, επιτήρηση
ωρίαζα = επιτηρούσα, φύλαγα
ωριάζω = επιτηρώ, φυλάγω
ωριαστά = με προσοχή
ωρωματέστα = ονειρεύτηκα
ωρωτέθα = ρωτήθηκα
ως να = ώσπου να
ώσαμε = μέχρι, ως
ωσάν = όταν
ωσπουτά = εφόσον, ενόσω
ώστα = μέχρις ότου
ωτία = αυτιά
ωτίν = αυτί
ωτόπον = αυτάκι
ωτόπονος = πόνος αυτιού
ωφέλανα = ωφελούσα
ωφέλεσα = ωφέλησα
ωφλάεμαν = στέναγμα
ωφλαεύω = στενάζω
ωφλαύω = στενάζω
ώχλεψα = μετακίνησα
ωχράζω = κιτρινίζω