Οι δραστηριότητες της Κυριακής 26/5/2013 αναβάλλονται λόγω μη τελειοποίησης των εργασιών του κτηρίου.
Ραντεβού την άλλη Κυριακή σε έναν ανακαινισμένο και πολύ όμορφο χώρο….
Οι δραστηριότητες της Κυριακής 26/5/2013 αναβάλλονται λόγω μη τελειοποίησης των εργασιών του κτηρίου.
Ραντεβού την άλλη Κυριακή σε έναν ανακαινισμένο και πολύ όμορφο χώρο….
Το βίντεο που θα παρακολουθήσετε είναι από τις εκδηλώσεις που πραγματοποίησε ο σύλλογος μας για την γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού.
Το βίντεο είναι από ερασιτεχνική λήψη και κάποιες γυναίκες από τις συμμετέχοντες αδικούνται γιατί δεν φαίνονται, γι αυτό τον λόγο ζητάμε να μας συγχωρέσουν,το κανονικό dvd θα είναι έτοιμο σε λίγες ημέρες.
Να συγχαρούμε τον κ. Τριανταφυλλίδη Δημήτρη (υπεύθυνο χορωδίας) και τον κ.Χονδροματίδη Σάββα που μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα κατάφεραν να ετοιμάσουν την χορωδία ώστε να βγει αυτό το αποτέλεσμα.Θέλουμε να ευχαριστήσουμε και τον κ. Μακρίδη Αναστάσιο που αναπλήρωσε την απουσία του κ.Τριανταφυλλίδη Δημήτρη λόγο προβλήματος υγείας.
Ο κεμεντζές ή η κεμεντζέ είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων, περισσότερο διαδε- δομένο στον Ανατολικό Πόντο και λιγότερο στον Δυτικό. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο η κα- ταγωγή του κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα. Στην Περσία υ- πήρχε ένα όργανο με την ονομασία «καμάντσια», όπως και στον Καύκασο με το όνομα «καμάντσιες». Ίσως από τις ονομασίες αυτές να προέρχεται το «κεμεντζέ» ή «κεμεντσέ». Σε μια επίσκεψή μου στο μουσείο λαϊκών οργάνων στο Νέο Δελχί της Ινδίας, είδα τρεις λύρες που έμοιαζαν με την πο- ντιακή, σε μεγαλύτερο μέγεθος, με χορδές από έντερα ζώων όπως ήταν αρχικά οι χορδές στον Πό- ντο. Φαίνεται ότι το όργανο αυτό ήταν διαδομένο στην περιοχή.
Η κατασκευή της στον Πόντο γινόταν συνήθως από ξύλο δαμασκηνιάς (κοκκύμελον), το οποίο έκοβαν αρχές φθινοπώρου για να μην έχει πολλή υγρασία. Ο κορμός δεν έπρεπε να έχει ρόζους ή σχισίματα. Το έβαζαν μέσα σε χωνεμένη κοπριά για να ξεραθεί τελείως ώστε να μην σκάσει και το άφηναν πολύ καιρό, έως και δύο χρόνια, ώστε να ξεραθεί καλά. Χρησιμοποιούσαν το ξύλο δαμασκηνιάς γιατί είναι σκληρό και δεν επηρεάζεται εύκολα από την υγρασία. Χρησιμοποιούσαν και άλλα ξύλα, όπως ο κισσός. Στον ελλαδικό χώρο, όπου το κλήμα είναι πιο ξηρό, χρησιμοποιούν και άλλων ειδών ξύλα, τα οποία συνήθως λουστράρουν.
Αυτό το ξύλο το επεξεργάζονταν συνήθως οι ίδιοι οι λυράρηδες, στρογγυλεύοντας εσωτερικά τις γωνίες του σκάφους για να ανακλάται ο ήχος προς τα έξω. Γι’ αυτό λένε ότι οι μονοκόμματες λύρες παίζουν καλύτερα. Βεβαίως έχει αλλάξει η τεχνική κατασκευής – τώρα η λύρα για ευκολία γίνεται κομματιαστή, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα είδη ξύλου. Η μορφή της λύρας είναι φιαλόσχημη.
Το όργανο αποτελείται από τα εξής μέρη:
1. Το κιφάλ’ (κεφαλή)
2. Τα ωτία (αυτιά, χορδοδέτες, τρία στον αριθμό, όσα και οι χορδές)
3. Η γούλα (λαιμός)
4. Η γλώσσα ή σπαρέλ’ ή σπαλέρ’
5. Τα τρυπία (τρύπες, 4 στο καπάκι, 2 στο επάνω μέρος και 2 κάτω, δεξιά και αριστερά από τις χορδές).
6. Τα μάγ’λα (μάγουλα, έχουν δύο τρύπες, μία στα επάνω και μία στο κάτω μέρος)
7. Το καπάκ’(καπάκι)
8. Η ράχια (ράχη)
9. Ο γάιδιαρον (επάνω του ακουμπούν οι χορδές)
10. Τα κόρδας (χορδές). Αρχικά ήταν αποξηραμένα έντερα ζώου, έπειτα έγιναν μεταξωτές και από το 1920 μεταλλικές.
11. Τα ρωθώνια ή σκωλέκια (ρουθούνια ή σκουλήκια)
12. Το παλληκάρ’ (παλικάρι) το οποίο χρησιμεύει για να στερεώνονται οι χορδές.
13. Το στουλάρ’, είναι το ξύλο που βρίσκεται μέσα στο σκάφος της λύρας. Από τη μία πλευρά ακουμπάει στην πλάτη και από την άλλη στο καπάκι, από τη δεξιά πλευρά, όπως βλέπουμε τη λύρα, κάτω ακριβώς από τον «γάιδαρο» και δίπλα από το δεξί «ρουθούνι», συνήθως στο μέσον, ώστε να ξεχωρίζει τις ψιλές φωνές από τις χαμηλές (ζιλ-καπάν).
Το μέγεθος της λύρας (κεμεντζέ) ήταν συνήθως 45-60 εκατοστά. Από το λαιμό (γούλα) μέχρι το σημείο όπου τοποθετείτο ο γάιδαρος ήταν τα δύο τρίτα του μεγέθους της λύρας χωρίς το κεφάλι, το δε πλάτος της ήταν 7-11 εκατατοστά, όσο ήταν και το μέγεθος του λαιμού.Στην περιοχή της Ματσούκας (Τραπεζούντα) συναντάμε τις πιο μακρόστενες και υψίφωνες (ζιλ) λύρες του Πόντου.
Οι χορδές της είναι συνήθως μια Σι κιθάρας (0,14) και δυο Λα βιολιού. Παίζονται με το τοξάρ’ (δοξάρι), που παλαιότερα είχε τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου, ώστε να μην είναι καμένες από τα ούρα. Κουρδίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές. Η κεμεντζέ παίζεται συνήθως μόνη της και σε κλειστούς χώρους. Στους ανοιχτούς μπορούσαν να παίζουν δύο και περισσότερες κεμεντζέδες μαζί, χρησιμοποιώντας καμιά φορά σαν όργανο συνοδείας το νταούλι.
Τρόποι παιξίματος της ποντιακής λύρας:
“Η ποντιακή λύρα είναι από τα λίγα αυτοσυνοδευόμενα μουσικά όργανα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ακούσματα είναι: τα διαστήματα της 4ης και 5ης καθαρά, συνοδευόμενα από τρίλιες. Τα διαστήματα είναι αρμονικά και σε ορισμένες περιπτώσεις μελωδικά. Στα αρμονικά διαστήματα ο ισοκράτης είναι εναλλασσόμενος, ενώ στα μελωδικά είναι συνεχόμενος. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε, εκτός από τα προαναφερθέντα διαστήματα 4ης και 5ης καθαρά, και τα διαστήματα 6ης μικρής και μεγάλης 7ης ελαττωμένης και 8ης καθαρά. Τα διαστήματα, λόγω της ιδιομορφίας της ποντιακής μουσικής, έχουν πολλές φορές ηχομοριακή αλλοίωση.
1. Η ποντιακή λύρα είναι η μοναδική που παίζεται με την ψίχα των δακτύλων, και όχι με το νύχι όπως η κρητική, η πολιτική, η θρακιώτικη, η νησιώτικη κ.ά.
2. Ο κύριος τρόπος παιξίματος είναι διπλόχορδος (δάκτυλα και δοξάρι) που θεωρείται και ο γνησιότερος. Σε αυτήν την περίπτωση η μία χορδή δίνει τη μελωδία και η άλλη τη συνοδεία, δημιουργώντας έτσι τα μουσικά διαστήματα που αναφέραμε παραπάνω.
3. Ο μονόχορδος τρόπος, ο οποίος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: α) το μονόχορδο παίξιμο με το δοξάρι, ενώ τα δάχτυλα πατάνε δύο χορδές ταυτόχρονα, απομονώνοντας τη δεύτερη που δημιουργεί τον ισοκράτη. β) η κλασική μονοχορδία, όπου δάχτυλα και δοξάρι παίζουν μία χορδή. Η διαφορά των δύο παραπάνω είναι στο ηχόχρωμα.
Τρόποι χορδίσματος
1. Το χόρδισμα της ποντιακής λύρας είναι σε διαστήματα 4ης καθαρά (κλασικός τρόπος) π.χ.πρώτη χορδή Λα (Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι (Μεσαία), τρίτη χορδή Σι (Καπάν).
2. Μίμηση του αγγείου ή τουλούμ (γκάιντας): Πρώτη χορδή Λα (Ζιλ), δεύτερη χορδή Λα (Μεσαία) ταυτόφωνα με την πρώτη, τρίτη χορδή Μι(Καπάν).
3. Πρώτη χορδή Λα (Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι (Μεσαία), τρίτη χορδή Μι (Καπάν) ταυτόχρονα με τη δεύτερη.
4. Πρώτη χορδή Λα (Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι (Μεσαία), τρίτη χορδή Λα (Καπάν) ογδόη χαμηλότερα.
Στα χορδίσματα με την μίμηση του αγγείου παίζουμε ταυτοφωνίες συνεχόμενες και σε άλλες περιπτώσεις η πρώτη χορδή έχει την μελωδία και η δεύτερη τον μόνιμο ισοκράτη σαν συνοδεία”
Από το καθηγητή μουσικής
Μιχάλη Καλιοντζίδη
Λυράρηδες
Ονομαστοί λυράρηδες οι οποίοι δεν ζουν σήμερα και έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη διατήρηση και διάδοση αυτού του οργάνου ήταν:
· Πετρίδης Σταύρος (Σταύρης από την Όλασσα)
· Πετρίδης Γιώργος (Γώγος), γιος του Σταύρη, ο κορυφαίος πόντιος λυράρης.
· Γιακουστίδης Σαββέλης (Ίμερα)
· Τσορτανίδης Ιωάννης (Τσορτανίκας από την Σάντα), ο οποίος έγραψε το τραγούδι του Ευκλείδη
· Σημαιοφορίδης Χρήστος (Μπαϊρακτάρης), από την Κρώμνη
· Παπαβραμίδης Νίκος, από την Κρώμνη
· Αθανασιάδης Απόστολος (Αποστολίκας) από τη Ματσούκα
· Αϊβαζίδης Χρήστος (Αϊβάης) από το Αργαλί Τραπεζούντας
· Ταυρίδης Μίτιας, από τη Ρωσία
· Τσακαλίδης Κωνσταντίνος (Κωστίκας) από το Σταυρίν.
Το ευτύχημα είναι ότι οι παλαιοί λυράρηδες άφησαν αντάξιους συνεχιστές, τους οποίους δεν είναι δυνατόν να αναφέρουμε όλους γιατί είναι τόσοι πολλοί που σίγουρα κάποιους θα αδικήσουμε.
Έχει φιαλόσχημο σχήμα, είναι πιο μεγάλο όμως σε όγκο και σχήμα από τη λύρα. Στον Πόντο το βρίσκουμε συχνά στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν.
Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά με τη λύρα. Η προέλευσή του έχει συγγένεια με τον κεμανέ της Καππαδοκίας, είναι όμως μεγαλύτερος και διαφέρει στον τρόπο χορδίσματος και κατ’ επέκταση στον τρόπο παιξίματος. Σε αντίθεση με τη λύρα, στον κεμανέ έχουμε 4η και 5η χορδές, με άλλες 4 συμπαθητικές κάτω από την ταστιέρα (γλώσσα ή σπαλέρ), οι οποίες επίσης περνάνε κάτω από τον καβαλάρη (γάϊδαρον) και χορδοδέτη (παλληκάρ’).
Χορδίζεται κατά 4ες και 5ες καθαρές. Παίζεται όπως η λύρα ακουμπισμένος κυρίως πάνω στο αριστερό πόδι. Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψύχα και όχι με το νύχι.
Στις κοινωνικές εκδηλώσεις που γινόταν σε ανοιχτούς χώρους στον Πόντο, κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο ζουρνάς με τη συνοδεία νταουλιού, και κατά δεύτερο το αγγείον (τουλούμ’). Λόγω της μεγάλης ηχητικής έντασης ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και έδινε τη δυνατότητα να χορεύουν πάρα πολλά άτομα ακούγοντάς το, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με τον κεμεντζέ (λύρα).
Το όργανο αυτό παρουσίαζε ένα μειονέκτημα. Λόγω της ιδιομορφίας του ήχου ήταν πολύ δύσκολο το τραγούδι, γι’ αυτό τα άτομα που μπορούσαν να τραγουδήσουν συνοδεία ζουρνά ήταν πολύ περιορισμένα. Επειδή το τραγούδι είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ποντιακή διασκέδαση, σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις χρησιμοποιούσαν τον ζουρνά μόνο για χορό και στο τραπέζι είχαν κεμεντζέ για το τραγούδι.
Για να στηθεί ένας χορός ξεκινούσε ο ζουρνατζής ένα σκοπό και μια ομάδα ατόμων πιανόταν γύρω του, που σιγά-σιγά μεγάλωνε σχηματίζοντας κλειστό κύκλο. Αυτός ο κύκλος μπορούσε να μεγαλώσει τόσο ώστε να καταλάβει όλο τον γύρω χώρο, με τον ζουρνατζή στη μέση να κινείται ελεύθερα και σχεδόν πάντα με όργανο συνοδείας το νταούλι. Καλός ζουρνατζής ήταν εκείνος που δεν σταματούσε καθόλου το σκοπό για να πάρει αναπνοή. Αυτό το πετύχαινε παίρνοντας αέρα από τη μύτη την ώρα που έπαιζε, τον οποίο αποθήκευε στη στοματική κοιλότητα και χρησιμοποιώντας τα μάγουλα σαν ασκό πίεζε τον αέρα στο τσιμπόν (γλωσίδι) ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε αέρα από τη μύτη. Το μέγεθος του οργάνου αυτού διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στη Ματσούκα (Τραπεζούντα) συναντάμε το μικρότερο μέγεθος, περίπου 25-30 εκατοστά, με πολύ οξύ ήχο.
Στις περισσότερες περιοχές του Πόντου βρίσκουμε το μεσαίο μέγεθος, που συνήθως κυμαίνεται γύρω στα 40-45 εκατοστά, ενώ στην περιοχή της Μπάφρας συναντάται το μεγαλύτερο μέγεθος, γύρω στα 60 εκ. Κατασκευαστής του οργάνου ήταν συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν ως επί το πλείστον οξιά, κερασιά, σφενδάμι, καρυδιά, μουριά, βερικοκιά κτλ. Το ξύλο πρέπει να είναι ξερό, χωρίς ρόζους και σκασίματα, γι’ αυτό πολλές φορές χρησιμοποιούσαν την ίδια μέθοδο με το ξύλο του κεμεντζέ, βάζοντάς το μέσα σε χωνεμένη κοπριά για αρκετό διάστημα.
Το όργανο αποτελείται από τα εξής μέρη:
1. Από τον κυρίως ζουρνά (σωλήνας). Είναι ένας κυλινδρικός σωλήνας που καταλήγει σε χωνί (καμπάνα) η οποία έχει διάφορα μεγέθη. Τα τοιχώματα του σωλήνα πρέπει να έχουν το ίδιο πάχος (όσο το δυνατόν λεπτότερο) για την καλύτερη ποιότητα και ένταση του ήχου. Επάνω του ανοίγονται 7 τρύπες στην σειρά, οι οποίες παλαιότερα γινόταν με πυρωμένο καρφί ή σίδερο, και έχουν την ίδια απόσταση μεταξύ τους. Επίσης τρύπες ανοιγόταν στην καμπάνα και καμιά φορά μία στο πίσω μέρος του ζουρνά, η οποία έκλεινε με τον αντίχειρα
2. Ο κλέφτες (κλέφτης). Είναι το κυλινδρικό εκείνο ξύλο με μια τρύπα στη μέση, το οποίο προσαρμόζεται επάνω στον ζουρνά έτσι ώστε να μην έχουμε διαρροή αέρα. Μέσα στον κλέφτε μπαίνει ο λουλάς.
3. Ο λουλάς. Είναι το μικρό μεταλλικό σωληνάκι μήκους 2-3 εκατοστών, πάνω στο οποίο δένεται το τσιμπόν.
4. Το τσιμπόν (τσαμπούνα). Εχει μέγεθος 1,5-2,5 εκατοστά και γίνεται από αγριοκαλαμιά. Είναι αυτό που παίζει τον κυρίαρχορόλο στηv ποιότητα του ήχου. "Για να φτιάξουν ένα καλό γλωσσίδι (τσιμπόν) κόβουν καλάμια των 15 με 20 εκατοστών σε ίσα μικρά κομμάτια 1,5-2,5 εκ. το καθένα, ανάλογα με το μέγεθος του ζουρνά (γενικά οι κοντοί ζουρνάδες έχουν μικρότερο γλωσσίδι - σε μήκος και φάρδος - σε σύγκριση με τους μακριούς ζουρνάδες). Περνούν κατόπιν κάθε μικρό κομμάτι καλαμιού σε ένα μικρό λεπτό κυλινδρικό ξυλάκι και με παλινδρομικές κινήσεις καθαρίζουν τηv εσωτερική επιφάνεια. Κατόπιν μουσκεύουν στο νερό το καλαμάκι και το προσαρμόζουν σε ένα ξύλινο κυλινδρικό καλούπι που έχει τηv ίδια διάμετρο με τον λουλά. Πιέζουν με τα δάκτυλα το επάνω ελεύθερο μέρος του καλαμιού, που γίνεται έτσι διπλό γλωσσίδι.
Για να το σταθεροποιήσουν το «σιδερώνουν», υγρό όπως είναι ακόμα, με ένα μαχαίρι που έχουν βάλει πριν στη φωτιά. Πολλοί ζουρνατζήδες, αφού στρογγυλέψουν το γλωσσίδι ή κόψουν λίγο τις δύο γωνίες του, καίνε ελαφρά τα χείλια για να μην μουσκεύουν εύκολα και κολλούν το ένα με το άλλο τηv ώρα του παιξίματος" (από το βιβλίο «Έλληνικά λαϊκά μουσικά όργανα» του Φοίβου Ανωγειανάκη). Κάθε φορά που είναι να παίξει ο Ζουρνάτζής πρέπει να σαλιώσει και να "μασήσει" ελαφρώς το τσιμπόν για να το μαλακώσει και να αποδώσει καλύτερα. Καμιά φορά ρίχνουν μέσα στον ζουρνά νερό ή οινοπνευματώδες ποτό που βοηθάει στο καλύτερο παίξιμο και στο μαλάκωμα του τσιμπονιού. Το τσιμπόν είναι αυτό που μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα και με το φύσημα τα χείλια του τσιμπονιού ανοιγοκλείνουν και χτυπούν μεταξύ τους οπότε παράγεται ο ήχος.
5. Το σπαρέλ’ (φούρλα). Είναι ένας δίσκος από ξύλο ή από μέταλλο (μπορεί να είναι ένα νόμισμα) που έχει μια τρύπα στην μέση, μέσα από τπν οποία περνάει το τσιμπόν και ακουμπάει πάνω στον κλέφτη. Χρησιμεύει στο να ακουμπάει ο ζουρνατζής τα χείλια του ώστε να μπορεί να φυσάει καλύτερα. Σήμερα κατασκευάζεται και από πλαστικό.
Ονομαστοί οργανοπαίχτες του ζουρνά είναι: Ο Σπύρος Γαλετσίδης από το Κοϊνίκι Νικόπολπς, σήμερα κάτοικος Πλατανότοπου Καβάλας. Ο Γιώργος Τσαπανίδπς από την Αργυρούπολη Δράμας, με καταγωγή από την Αργυρούπολη Πόντου. Ο Αβραάμ Κουτούζογλου από την Νέα Μπάφρα Σερρών, με καταγωγή από την Μπάφρα. Επίσης ονομαστός είναι ο Χριστόφορος Χριστοφορίδπς (Στοφόρον) με καταγωγή από την Κουνάκα Ματσούκας. Από την νέα γενιά δυστυχώς είναι μόνο ο Πολυχρόνης Παπαγιαννίδπς (Πόλιος) από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας.
Μαζί με την ζουρνάν, το αγγείον είναι το κατεξοχήν μουσικό όργανο για ανοιχτούς χώρους, και όχι μόνο. Μετά την κεμεντζέ ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Πόντιους του Ανατολικού Πόντου. Καλός τουλουμτζής πταν αυτός που, όπως στα υπόλοιπα μουσικά όργανα, μπορούσε την ώρα που παίζει να κινείται ελεύθερα, να χορεύει και με προτροπές να ξεσηκώνει τον κόσμο. Πολλοί οργανοπαίχτες αυτού του είδους, μέσα στην έξαρση και την έξαψη του χορού και του ποτού, ξάπλωναν πάνω στο δρόμο και έπαιζαν παρασύροντας τους χορευτές σε ξέφρενους ρυθμούς.
Με αυτά τα ονόματα συναντάμε το συγκεκριμένο όργανο στον Πόντο. Ήταν κατεξοχήν ποιμενικό όργανο που το κατασκεύαζαν οι βοσκοί στα βουνά του Πόντου και παίζοντάς το περνούσαν ευχάριστα τις ατέλειωτες ημέρες της μοναξιάς τους. Στην περιοχή της Ματσούκας αυτό το όργανο απέδιδε περί¬φημα τον ανεπανάληπτο βουκολικό σκοπό "μακρύν καϊτέν" ή "ορμανί καϊτέν" ή "ομάλια" (μακρόσυρτος σκοπός ή σκοπός του δάσους).
Πολλές φορές όμως, από έλλειψη άλλων οργάνων, διάφορες παρέες το χρησιμοποιούσαν για τη διασκέδαση τους. Με αυτό τραγουδούσαν περισσό¬τερο επιτραπέζιους σκοπούς και λιγότερο χόρευαν, λόγω του ότι είναι περιο¬ρισμένων δυνατοτπτων επειδή είναι μονοφωνικό (παίζει σε ένα τόνο) και δεν έχει μεγάλη ένταση. Βέβαια εδώ στην Ελλάδα, με τη βελτίωση των γνώ¬σεων περί μουσικής, αυτοί που παίζουν φλογέρα κουβαλούν μαζί τους πολλά τέτοια όργανα διαφόρων τόνων.
Το γαβάλ ή χειλιαύρι(ν) το συναντάμε σε διάφορα μεγέθη, από 25 έως 40 εκατοστά. Γίνεται από διάφορα ξύλα: καρυδιά, καστανιά, μηλιά, έλατο, οξιά, κρανιά, κέδρο, σφενδάμι κτλ., ή από καλάμι.
Στον Πόντο χρησιμοποιούσαν περισσότερο το ξύλο γιατί όλα τα βουνά είναι γεμάτα από τέτοια δένδρα, ενώ το καλάμι ήταν πιο δυσεύρετο. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τη σωστή επιλογή του ξύλου, το οποίο δεν έπρεπε να έχει ρόζους, να είναι ίσιο και όσο το δυνατό ισόπαχο. Μετά την διαλογή, το έκοβαν στο μέγεθος που ήθελαν και του αφαιρούσαν τον φλοιό. Κατόπιν πύρωναν ένα λεπτό σίδερο και με αυτό το τρυπούσαν σε όλο του το μήκος. Εάν η τρύπα αυτή δεν ήταν αρκετή, πύρωναν ένα πιο χοντρό και το ξανατρυ¬πούσαν. Αφού κρύωναν το χοντρό σίδερο, το περνούσαν μέσα στον σκελε¬τό και με παλινδρομικές κινήσεις καθάριζαν το εσωτερικό από τα υπολείματα του καμένου ξύλου. Κατόπιν το πελεκούσαν ώστε να αποκτήσει ομοιόμορφο πάχος, όσο το δυνατόν πιο λεπτό για καλύτερη απόδοση. Πολλοί ήταν αυτοί που σκάλιζαν επάνω διάφορες παραστάσεις για ομορφιά.
Στο επάνω μέρος, το οποίο έκοβαν λοξά σε ημικύκλιο τοποθετούσαν μια τάπα 3 περίπου εκατοστών, κομμένη στο ίδιο σχήμα (χείλια) πεπλατημένη στο επάνω μέρος την οποία εφάρμοζαν έτσι ώστε να μην υπάρχει διαρροή αέρα. Αυτή γινόταν από πιο μαλακό ξύλο (συνήθως συκιά). Αμέσως μετά την τάπα άνοιγαν μια τρύπα παραλληλόγραμμη επάνω στον σωλήνα, η οποία στην απέναντι από την τάπα πλευρά ήταν πελεκημένη λοξά για καλύτερη παραγωγή του ήχου. Σε ευθεία γραμμή από το τρυπίν, μερικά εκατοστά πιο κάτω άνοιγαν 6 τρύπες οι οποίες ισαπέχουν μεταξύ τους, πάλι με πυρωμένο σίδερο στο ίδιο μέγεθος.
"Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους. Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα, και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα, λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα.
Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας. Όσο μακρύτερη είναι, τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμπλότερη, και το αντίθετο. Μια καλοφτιαγμένη φλογέρα στα χέρια ενός άξιου οργανοπαίκτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννέα φθόγγους, δηλαδή δύο οκτάβες και μια πέμπτη. Η ποιότπτα όμως του ήχου δεν είναι η ίδια σε όλη αυτή την έκταση των φθόγγων.
Οι χαμηλοί φθόγγοι, αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα, είναι κάπως μουντοί και λίγο βρα¬χνοί. Αντίθετα, οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα, αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα, είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί. Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λίγοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα" (από το βιβλίο "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα" του Φοίβου Ανωγειανάκη).
Στον Πόντο το όργανο αυτό παι¬ζόταν συνήθως μόνο του, σπάνια δε με συνοδεία άλλων οργάνων. Στην Ελλάδα σήμερα το συναντάμε σε κέντρα και στη δισκογραφία με συνοδεία λύρας και νταουλιού. Δύο καταπληκτικοί οργανοπαίχτες αυτού του οργάνου είναι οι:
· Γιάννης Αραματανίδης, από τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας (Ούτσενα)
· Γιάννης Καλπατσινίδης, από το Κεφαλοχώρι Σερρών.
Από την νέα γενιά ειναι οι:
· Γιώργος Σοφιανίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνπη (Πορτοράζ)
· Αλέξης Παρχαρίδης, από το ίδιο χωριό
· Πολυχρόνης Παπαγιαννίδης, από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας (Τάροβα)
· Γιώργος Σιαμίδης, από το Ρυάκιο Κοζάνης.
Είναι το κυρίαρχο όργανο συνοδείας του ζουρνά, του αγγείου (γκάιντα) και σπανιότερα του κεμεντζέ (λύρα). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ανοι¬χτούς χώρους λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, λιγότερο δε στους κλειστούς όπου έπαιζαν πιο μαλακά για να μην σκεπάζει τον ήχο των άλλων οργάνων, ιδίως του κεμεντζέ.
Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του οργανοπαίχτη. Ενας ψηλός με μακριά χέρια έφτιαχνε σίγουρα μεγαλύτε¬ρο από έναν μικροκαμωμένο. Πάντως στον Πόντο γενικά συνήθιζαν νταού¬λια μεγάλου μεγέθους. Το ξύλο που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν καστανιά, την οποία θεωρούσαν ότι παράγει τον καλύτερο ήχο. Έκοβαν μια φαρδιά σανίδα πάχους συνήθως 0,5 εκατοστών στο μέγεθος που ήθελαν, και την έβαζαν μέσα στο νερό να μαλακώσει. Κατόπιν την γύριζαν σε κύλιν¬δρο και ένωναν τις δύο άκρες της με κόλλα και με καρφιά ή ξυλόκαρφα. Αυτό ονομάΖεται κάσσα. Στις δύο βάσεις τοποθετούσαν τα δέρματα, που συνήθως ήταν γίδας, τράγου ή σπανιότερα προβάτου. Για την επεξεργασία του δέρμα¬τος χρησιμοποιούσαν την ίδια διαδικασία με το αγγείο (βλέπε αγγείο). Τα δέρματα αυτά τα στερέωναν κυκλικά επάνω σε δύο στεφάνια, τα οποία είχαν λιγάκι μεγαλύτερη διάσταση από την κάσσα για να χωράει μέσα τους. Το ένα¬ δέρμα ήταν συνήθως πιο χοντρό. Κατόπιν άνοιγαν στην περιφέρεια του δέρ¬ματος δίπλα στη στεφάνη τρύπες από όπου περνούσαν το σχοινί με το οποίο τέντωναν και έτσι κούρντιζαν το νταούλι.
Στο κέντρο τπς περιφέρειας της κάσσας άνοιγαν μια τρύπα 1 έως 2 εκατο¬στών για να μπορεί να φεύγει ο αέρας. με το χτύππμα και να μην σπάει το δέρμα από την πίεση που δημιουργείται από την παλμική κίνηση. "Η τρύπα αυτή επιδρά και στον ήχο του οργάνου. Μια πολύ μικρή τρύπα κάνει τον ήxo σκοτεινό και μουντό. Ενώ η πολύ μεγάλη τον κάνει κούφιο. Η κανονική διά¬μετρος κυμαίνεται από 1 έως 1,5 ή 2 περίπου εκατοστά και εξαρτάται από το μέγεθος του νταουλιού. Σε μεγάλα νταούλια συναντάμε δύο ή τρεις κάποτε τρύπες" ( Φοίβος Ανωγειανάκης ). Πάνω στην κάσσα και σπανίως στα σχοινιά στερέωναν το λουρί με το οποίο κρεμούσε ο ταουλτζής (ταουλιέρης) το όργα¬νο στον ώμο του. Για να είναι πιο γερό το ταούλ’ πολλές φορές έβαζαν εσω¬τερικά σε σχήμα σταυρού δύο κάθετα ξύλα που στερεώνονταν στις δύο απέ¬ναντι πλευρές, αλλά αυτό πρόσθετε βάρος. Ένα καλό νταούλι πρέπει να έχει καθαρό ήxo και να είναι όσο το δυνατό ελαφρότερο ώστε να μην κουράζεται ο οργανοπαίχτης. Καλός ταουλτζής θεωρείται αυτός που μπορεί να δίνει σωστό ρυθμό και συγχρόνως να πηδά, να χορεύει και γενικά με τα "καμώμα¬τά" του να ξεσηκώνει τους χορευτές. Το χτύπημα στο νταούλι γίνεται με δύο ξύλα: το χοντρό που ονομάΖεται κοπάλ’ (κόπανος) και το λεπτό βίτσα (βέργα).
Το κοπάλ’ χτυπάει πάντα στην πλευρά που είναι το χοντρό δέρμα που δίνει τον βαρύτερο ήxo (τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου). Στην απέναντι πλευ¬ρά χτυπάει η βίτσα για οξύτερο ήχο (τους αδύνατους χρόνους του μέτρου). "Στη συνοδεία του νταουλιού διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπα¬γορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά τονταούλι. Όταν η μελωδία που συνοδεύει είναι περιοδικού ρυθμικού τύπου, όπως π.χ. όλες οι χορευτικές μελωδίες, ο νταουλιέρπς χτυπάει με το κοπάλ’ τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και με τπν βίτσα τους αδύνατους. Στην περιοδικότητα όμως αυτή δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα σχήμα, τα ίδια δηλαδή χτυπήματα του νταουλιού.
Ο καλός νταουλιέρπς ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του με ενδιάμεσα χτυπήματα - υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων - άλλοτε με το κοπάλ’ και άλλοτε με την βίτσα, αντιστρέφει για λίγες στιγμές τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους με την βίτσα και τους αδύνατους με το κοπάλ’, χτυπάει το στεφάνι αντί την δερμάτινη επιφάνεια κτλ. ενώ παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει την δερμάτινη επιφά¬νεια: δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο οποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου. Όταν πάλι η μελωδία που συνοδεύει είναι ελεύθερου ρυθμικού τύπου, όπως π.χ. τα επιτραπέζια, τότε το νταούλι περιορίζεται σε αραιά xτυπήματα του κοπάλ’, που συνοδεύονται από ένα τρέμουλο σαν απόηχος, από την βίτσα ή σε ένα τρέμουλο από το κοπάλ’ και την βίτσα μαζί ή χωριστά. Τα αραιά αυτά χτυπήματα και το τρέμουλο είναι ένα είδος ρυθμικής στίξης στις μελωδίες ελεύθερου ρυθμικού τύπου" (Φοίβος Ανωγειανάκης ).
Σήμερα ευτυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί δεξιοτέχνες αυτού του οργάνου.
Το όργανο αυτό αποτελείται από τα εξής μέρη:
1. Το ποστ’ (δέρμα ζώου, ασκί)
2. Τη στομωτήρα ή φυσερόν (επιστόμιο)
3. Το αγγόξυλον ή ναβ, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα παράλληλα τα δύο καλάμια με τα τσιμπόνια (γλωσσίδια) που παράγουν τον ήχο.
Το όργανο αυτό το κατασκεύαζε συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης - και απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και μεγάλη υπομονή. Το καταλληλότερο δέρμα για την κατασκευή του ήταν της κατσίκας, σπανίως χρησιμοποιούσαν του προ¬βάτου. Αφού έγδερναν το ζώο με προσοχή για να μην κοπεί το δέρμα και το έβγαζαν ολόκληρο, το έξυναν εσωτερικά να καθαρίσει όσο το δυνατόν καλύτερα και το πασάλειβαν με αλάτι και στύψη ώστε να μπν βρωμίσει και να σφίξη. Αφού το άφηναν μερικές ημέρες για να "ψηθεί" το έβαζαν μέσα σε διάλυμα στάχτης (σαχτάρ) και νερού, το οποίο ονόμαζαν "κατενή", ή σε διά¬λυμα χωνεμένου ασβέστη με νερό, και το άφηναν περίπου μία εβδομάδα.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαλακώσουν οι τρίχες και να βγαίνουν εύκολα (εφτούλιζαν’ ατο). Ένας άλλος τρόπος για να αφαιρέσουν τις τρίχες από το δέρμα ήταν με το "μαλέζ". Ζέσταιναν νερό μέσα στο οποίο έριχναν καλαμποκίσιο αλεύρι, τόσο όσο να γίνει μια παχύρρευστη μάζα. Ζεστή όπως ήταν, την άπλωναν στο εσωτερικό του δέρματος και το άφηναν για 3-4 μέρες ώστε να ξινίσει. Με αυτόν τον τρόπο έβγαιναν εύκολα οι τρίχες. Κατόπιν το έβαζαν για 2-3 μέρες μέσα σε γάλα για να ασπρίσει.
Καθαρό όπως ήταν τώρα το δέρμα από τρίχες, το έτριβαν για να μαλακώσει με γυαλί, ή πάνω σε ξύλο ή σε πέτρα. Αφού είχαν κόψει το πίσω μέρος του δέρ¬ματος (πόδια και ουρά) το γυρνούσαν μέσα-έξω και το έδεναν σφιχτά με κερω¬μένο σπάγκο. Μετά το γυρνούσαν ανάποδα, έβγαζαν τον λαιμό από το άνοιγ¬μα του ενός ποδιού και τον έδεναν με τον ίδιο τρόπο. Στο δέσιμο του λαιμού καμιά φορά κολλούσαν κομμάτια καθρέφτη ή κρεμούσαν μεταξωτά πισκούλια (φούντες). Κατόπιν στερέωναν τη στομωτήρα (επιστόμιο) στο ένα πόδι. Αυτό γινόταν με δύο τρόπους: ή περνούσαν τη μια άκρη του δέρματος από την οπή του άλλου ποδιού και το έδεναν πάλι με κερωμένο σπάγγο, οπότε το δέσιμο ήταν εσωτερικό, ή δίπλωναν ελαφρά την άκρη και το έδεναν εξωτερικά. Σε ποιο πόδι θα έμπαινε η στομωτήρα και σε ποιο το αγγόξυλο, ήταν αποκλειστι¬κά θέμα του πώς βόλευε τον οργανοπαίχτη. Εάν ήθελε να κρατάει το αγγείο με την αριστερή μασχάλη, η στομωτήρα έμπαινε στο αριστερό πόδι και το αγγό¬ξυλο στο δεξί. Εάν ήθελε να το κρατάει στα δεξιά, τότε έμπαιναν αντίθετα.
Η στομωτήρα ή φυσερόν ήταν ένα κωνικό ξύλο που στην βάση του είχε δεμένο ή καρφωμένο ένα κομμάτι δέρμα (αλεπόν) λίγο μεγαλύτερο από την οπή, έτσι ώστε όταν φυσούσε ο οργανοπαίχτης αυτό άνοιγε και επέτρεπε στον αέρα να περάσει. Όταν πιεζόταν ανάποδα έφραζε την οπή και δεν επέ¬τρεπε στον αέρα να φύγει. Αυτό του έδινε τη δυνατότητα να τραγουδάει χωρίς να χρειάζεται να φουσκώνει το όργανο συνεχώς. Όταν δεν υπήρχε ο αλεπόν, ήταν υποχρεωμένος να φράζει τπν οπή με την γλώσσα, κάτι που του αφαιρούσε τη δυνατότητα να τραγουδάει.
Στο κάτω μέρος του κώνου, εξωτερικά στη διάμετρο, είχε μία εσοχή (αυλά¬κι) μέσα στην οποία φώλιαζε το δέρμα με το δέσιμο για να μην γλιστράει και να έχει καλή εφαρμογή. Στην απέναντι οπή στερεώνεται το αγγόξυλον. Αυτό είναι πάντα δεμένο εξωτερικά με ένα σπάγγο, στην μέση του οποίου είναι δεμένο ένα κουμπί. Πρώτα ο οργανοπαίχτης τυλίγει τον σπάγγο 4-5 φορές γύρω από το αγγόξυλο στο αυλάκι που υπάρχει γύρω από τη διάμετρο, ώστε τα τσιμπόνια να βρίσκονται μέσα στον ασκό, και δένει γερά το δέρμα. Μετά τυλίγει τον υπόλοιπο σπάγγο γύρω από το κουμπί - έτσι δεν χρειάζεται να κάνει κόμπο και μπορεί να το λύσει εύκολα όταν θα θελήσει να αλλάξει τσι¬μπόνια ή να κουρντίσει.
Στην εσοχή του αγγόξυλου υπάρχουν δύο παράλληλοι σωλήνες που παλαιότερα ήταν από καλάμια, ενώ σήμερα μπορεί να είναι μεταλλικοί. Είναι στερεωμένοι με κερί για να μην υπάρχει διαρροή αέρα και επάνω τους είναι ανοιγμένες από 5 τρύπες ίδιου μεγέθους που ισαπέχουν μεταξύ τους. Οι σωλήνες αυτοί ξεκινούν από την μια άκρπ που είναι μέσα στον ασκό και κατα¬λήγoυν πρόσωπο με το εσωτερικό του χωνιού. Πάνω σε αυτούς τους σωλήνες στηρίζονται τα τσιμπόνια. Τα τσιμπόνια είναι αυτά που παίζουν τον πρώτο ρόλο στην καλή ποιότητα του ήχου. 'Όι μικροί καλαμένιοι σωλήνες με τα γλωσσίδια, 4 έως 6,5 εκατοστά μήκος και διάμετρο 7 έως 10 χιλιοστά, κόβονται καλύτερα εάν μπουν πρώτα μέσα σε γάλα όπου το καλάμι μαλακώνει. Για να ταιριάζουν τα τσιμπόνια, να δίνουν δηλαδή της ίδιας οξύτητας φθόγγο, πρέπει οι καλαμένιοι σωλήνες τους να έχουν το ίδιο μήκος και την ίδια εσωτερική διάμετρο και τα τσιμπόνια τους το ίδιο μήκος, πλάτος και πάχος. Επειδή αυτό είναι αδύνατον λύνουν το πρόβλημα με το κερί" (Φοίβος Ανωγειανάκης).
Βάζουν λίγο κερί στη βάση του τσιμπονιού, κονταίνουν τη γλώσσα και συνεπώς αλλοιώνεται το τονικό ύψος της φωνής του. Ένας άλλος τρόπος είναι να ξύσουν λίγο την γλώσσα. Όσο πιο χοντρή είναι, τόσο πιο ψιλή (ζιλ) φωνή βγάζει, όσο λεπταίνει τόσο πιο μπάσα (καπάν) γίνεται. Όλη αυτή η διαδικασία γίνεται για να πετύχουν την ίδια τονικότητα και στα δύο τσιμπόνια, να βγάζουν δηλαδή το ίδιο τονικό ύψος, και όχι για να αλλάζουν ριζικά κούρντισμα, κάτι που είναι αδύνατον με τα ίδια τσιμπόνια. Ένας άλλος τρόπος είναι να τοποθετηθεί κλωστή στη σχισμή που σχηματίζει το γλωσσίδι. Όσο πιο κοντά στη βάση βρίσκεται η κλωστή, τόσο μεγαλύτερο είναι το άνοιγμα του γλωσσιδιού, τόσο περισσότερο μπάσα (καπάν) είναι η φωνή, και αντιστρόφως.
"Το αγγείον παίζεται με το πόστ’ κρατημένο κάτω από την μασχάλη και ο οργανοπαίκτπς που λέγεται τουλουμτζής παίρνει αναπνοή με το διάφραγμα και όχι με το στήθος, γι’ αυτό και μπορεί να φυσάει πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται. Η πίεση του αέρα στις γλώσσες γίνεται με το φύσημα από την στομωτήρα και με το σφίξιμο του ασκού που κάνει ο τουλουμτζής. Όταν σταματάει προσωρινά το φύσημα, για να μην ελαττωθεί η πίεση του αέρα πιέζει περισσότερο το πόστ’ και την πίεση αυτη την χαλαρώνει μόλις αρχίσει και πάλι να φυσάει. Χάρη στην ισόρροπη αυτή πίεση κατορθώνει να κρατάει στα¬θερή την πίεση του αέρα στις γλώσσες και μαζί σταθερό το ύψος των φθόγγων. Η συνηθισμένη θέση των δαχτύλων πάνω στους αυλούς είναι: ο δείκτης και ο μέσος του αριστερού χεριού στις δύο πρώτες (από τα πάνω) τρύπες και ο δείκτης, ο μέσος και ο παράμεσος του δεξιού χεριού στις υπόλοιπες τρεις. Κάθε δάχτυλο πατάει και τις δύο τρύπες στους παράλληλους αυλούς.
Το καλό παίξιμο χαρακτηρίζεται από τα "στολίδια" με τα οποία ο οργανο¬παίχτης καλλωπίζει διαρκώς τη μελωδία. Τα στολίδια αυτά είναι κυρίως οι γρήγορες μικρές νότες και το τσάκισμα τπς φωνής, όπου μια νότα της μελω¬δίας επαναλαμβάνεται γρήγορα αφού προηγηθεί η αμέσως ψηλότερη ή χαμη¬λότερη από αυτήν νότα. Παράλληλα με τα μελωδικά στολίδια, κλείνοντας τη μια μόνο από τις δύο απέναντι τρύπες, πότε του ενός και πότε του άλλου αυλού, πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό άκουσμα" (δίπλασμαν) ( Φοίβος Ανωγειανάκης ).
Σήμερα υπάρχουν δυστυχώς ελάχιστοι δεξιοτέχνες αυτού του οργάνου. Μερικοί από αυτούς είναι οι:
· Γιάννης Αραματανίδης, από τα Κομνηνά Πτολεμαΐδας (Ούτσενα)
· Γιάννης Καλπατσινίδης, από το Κεφαλοχώρι Σερρών
· Χάρης Καζαντζίδης, από τπν Κοζάνη, κάτοικος Πειραιά.
Από την νεότερη γενιά είναι οι:
· Γιώργος Σοφιανίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνπς (Πορτοράζ)
· Πολυχρόνης Παπαγιαννίδης (Πόλιος) από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας (Τάροβα)
· Χαράλαμπος Παρχαρίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνης.
Όλοι αυτοί παίζουν και χειλιαύριν (χιλίαυλος, φλογέρα).
Το κλαρίνο ώς λαϊκο μουσικό όργανο έρχεται στην Ελλάδα γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Στον Πόντο το βρίσκουμε συχνά στην περιοχή του Καρς.
Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα. Επιπλέον όμως, το κλαρίνο έχει και μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του. Ο ήχος του κλαρίνου προέρχεται από το παλλόμενο επιγλωσσίδιο που βρίσκεται τοποθετημένο στο επιστόμιο στην κορυφή του οργάνου, και στο οποίο στερεώνεται μέσω του σφιγκτήρα.
Τα τμήματα του κλαρίνου ξεκινώντας από την κορυφή, είναι το επιστόμιο, το βαρελάκι, το άνω στέλεχος, το κάτω στέλεχος και η καμπάνα. Το κλαρίνο κατασκευάζεται από ξύλο, κυρίως αφρικάνικο έβενο ή τριανταφυλλιά Ονδούρας. Το επιγλωσσίδιο κατασκευάζεται από καλάμι, κομμένο σε κατάλληλο πάχος. Υπάρχουν στην αγορά και κλαρίνα από πλαστικό.
Σήμερα, υπάρχουν αρκετοί δεξιοτέχνες αυτού του οργάνου.
Παίζεται σόλο η με άλλα όργανα στην μουσική παράδοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Στον Πόντο το βρίσκουμε συχνά ως συνοδία με άλλα μουσικά όργανα στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν.
Το σχήμα και οι διαστάσεις του οργάνου διαμορφώνονται από τόπο σε τόπο, αποκλίνοντας λίγο από την ακρίβεια. Αποτελείται από 5 θεμελιώδη συστατικά μέρη, το σώμα το στήθος ή πρόσωπο, το λαιμό, το κουτί με το κρεμαστάρι και τις χορδές. Οι χορδές που χρησιμοποιούσαν παλιά (συνήθως 4-6) ήταν από έντερο και το πλήκτρο «πένα» από φλούδα κερασιάς ή κέρατο ζώου.
Το ούτι είναι σήμερα διαδομένο σε όλο σχεδόν τον κόσμο.
To βιολί ως λαϊκό μουσικό όργανο, εμφανίζεται στην Ελλάδα από τον 17ο αιώνα. Στον Πόντο το βρίσκουμε συχνά ως συνοδεία με άλλα μουσικά όργανα στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν. Συνήθως παίζεται κάθετα, όπως η ποντιακή λύρα.
Έχει μπράτσο χωρίς τάστα, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκμάθησή του. Έχει τέσσερις χορδές διαφορετικού πάχους (σολ, ρε, λα, μι), που κουρδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Οι χορδές του απλώνονται επάνω στο μπράτσο ή χέρι και τεντώνονται επάνω σε κλειδιά και σε έναν χορδοστάτη, αφού περάσουν επάνω από ένα ξύλινο στήριγμα, τον καβαλάρη, που συγκρατείται στη θέση του από την πίεση των χορδών. Ο καβαλάρης μεταδίδει τις ταλαντώσεις των χορδών στο κούφιο σκάφος που μεγεθύνει τον ήχο. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από τον καβαλάρη, βρίσκεται ένα λεπτό ραβδάκι που μεταβιβάζει τις ταλαντώσεις των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού.
Η γυναικεία ποντιακή φορεσιά έχει στοιχεία από το Βυζαντινό κουστούμι. Το χαρακτηριστικό της ένδυμα είναι η "ζιπούνα ή ζουπούνα". Καθιερώθηκε σαν ορολογία για ολόκληρη την φορεσιά. Στον δυτικό Πόντο η ζιπούνα λεγόταν εντερίν ή αντερί. Την συναντούμε διαφοροποιημένη λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και της κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας. Επίσης η ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διαφοροποίηση της υφασματολογίας και της χρωματολογίας.
1) Ζιπούνα: Μακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους. Η βάση του ήταν ένα κομμάτι με 3 μέτρα μήκος και 50εκ. φάρδος (τα υφάσματα εκείνη την εποχή ήταν μονόφαρδα, 50 – 80 εκ.). Τα δίπλωναν στην μέση και έδιναν μια ψαλιδιά 6εκ. οριζόντια και 8 εκ. κάθετα για λαιμόκοψη. Από τους ώμους κάθετα προς το στήθος έδιναν άνοιγμα 25 εκ. Στα τέσσερα πλαϊνά ένωναν κομμάτια υφάσματος 1 μέτρου ύψος, 3 εκ. επάνω και 20 εκ. κάτω. Τα κομμάτια ξεκινούσαν από την μέση και κατέληγαν στους αστραγάλους με αποτέλεσμα το φόρεμα να σχηματίζει γραμμή άλφα (Α). Επιπλέον ένωναν άλλα δύο κομμάτια μπροστά που ξεκινούσαν από το άνοιγμα του στήθους και κατέληγαν και αυτά στους αστράγαλους. Είχαν μήκος 1 μέτρο και 20εκ ενώ το φάρδος επάνω ήταν 3εκ. και κάτω 20 εκ. Τα μανίκια ξεκινούσαν από τον ώμο και κατέληγαν στον καρπό. Διπλωμένα είχαν φάρδος 20 εκ. επάνω και 14 εκ. στον καρπό. Κάτω από την μασχάλη ένωναν τρίγωνα υφάσματος που ένωναν τα μανίκια με το κυρίως φόρεμα. Αυτά έδιναν αέρα στην κίνηση των χεριών. Τα μανίκια κάτω είχαν ανοίγματα 10 εκ. το καθένα. Μπροστά η ζιπούνα έκλεινε με κουμπιά. Με κουμπιά έκλειναν και τα μανίκια όχι όμως σε όλες τις ζιπούνες. Στον δυτικό Πόντο συναντούμε ζιπούνες χωρίς κουμπιά με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλαϊνά.
Το φόρεμα περιμετρικά ήταν κεντημένο με σοτάζ και κορδόνι σε χρυσή ή υφαντή κλωστή. Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με ύφασμα από βαμβακερό κάποτο, άσπρο κυρίως χρώμα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
Το πιο διαδεδομένο ριγωτό ήταν το "κουτνί" το οποίο συναντούμε όχι μόνο στον Πόντο αλλά και στην υπόλοιπη Μ. Ασία.
2) Σαλβάρ: Φαρδιά βράκα που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, το δεξί και το αριστερά σκέλος και το καβάλο εμπρός και πίσω. Το ύφασμα του κάθε σκέλους είχε φάρδος 80 εκ. και του καβάλου 70 εκ. Τα τέσσερα αυτά κομμάτια τα ένωναν και σαν αποτέλεσμα έβγαζαν μια πολύ φαρδιά βράκα που είχε ύψος 1,30μ. Στην μέση περνούσαν κορδόνι και έτσι το ρούχο σχημάτιζε πολλές πτυχές. Το σαλβάρι το έδεναν στα γόνατα και το υπόλοιπο του υφάσματος έπεφτε στην μέση της γάμπας. Το φάρδος του ήταν τέτοιο που εξυπηρετούσε ως φουρό παλιάς εποχής για να στέκεται όμορφα η ζιπούνα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το "Ατλάζι" (είδος μεταξιού) και το "ρεγιόν" (τεχνική μετάξα). Στην λαϊκή φορεσιά τα σαλβάρια τα κατασκεύαζαν από βαμβακερά υφάσματα "λινάρι ή κάνναβη" (φυτικές ίνες). Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με κάποτο ή χασέ.
3) Καμίς: Υποκάμισο που συνόδευε την επίσημη ενδυμασία. Για το καμίς χρησιμοποιούσαν μεταξωτό κουκούλι, χασέ και δαντέλα. Το μεταξωτό το έβαζαν σε εμφανή σημεία (μανίκια και στήθος) και το χασέ σε κρυφά σημεία (πλάτη και πάνω μέρος χεριών). Την δαντέλα την χρησιμοποιούσαν στα τελειώματα του ρούχου ( μανίκι και γιακά).
4) Σπαρέλ ή σπαλέρ: Πήρε το όνομά του από το ρήμα ασφαλίζω – ασπαλίζω, δηλαδή κλείνω – δένω γύρω από το σώμα ή από την λέξη σπάλα, τα πλαϊνά του θώρακος. Το σπαλέρ ή σπαρέλ ήταν κομμάτι υφάσματος 45 ή 50 εκ. φάρδος και 50 ή 60 εκ. ύψος. Επάνω το ύφασμα σχημάτιζε ημικύκλιο για να εφάπτεται με τον λαιμό. Περιμετρικά του λαιμού κεντούσαν κορδόνι σε διάφορα σχέδια με 5 εκ. φάρδος. Το σπαρέλ έδενε στο λαιμό και την σπάλα με κορδέλες, τα δέματα όπως τα ονόμαζαν. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν διάφορα ριγωτά ή μονόχρωμα, μεταξωτά ή βελούδα και ήταν ντουμπλαρισμένα με χασέ ύφασμα. Τα φορούσαν οι γυναίκες, συνήθως στον ορεινό όγκο του Πόντου μέσα από την ζιπούνα.
5) Μεσοφούστανο: Μονοκόμματο ύφασμα 4-5μ. περίπου το οποίο έκλεινε με μια ραφή πίσω. Επάνω έμπαινε λάστιχο ή κορδόνι με αποτέλεσμα να σχηματίζει πτυχές. Είχε ύψος 85 εκ. Το φορούσαν οι γυναίκες για φούστα. Το συναντούμε κυρίως στην περιοχή της Τόνιας και του Κάρς, στην περιοχή της Ματσούκας, όπως και στην περιοχή του δυτικού Πόντου. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν βαμβακοφανέλα μονόχρωμη, βαμβακομέταξο ριγωτό ύφασμα και κασμιροφανέλα. Το μεσοφούστανο συνήθως ήταν αφοδράριστο.
6) Καμισόλα: Υποκάμισο φαρδύ στον κορμό και τα μανίκια, με ή χωρίς ραφή στους ώμους. Το ύψος της ήταν 75εκ. και το φάρδος της περιμετρικά 1,20μ. Μπροστά είχε άνοιγμα μέχρι το στήθος. Δεξιά και αριστερά του λαιμού σχημάτιζαν δύο γιακάδες σε οβάλ σχέδιο. Τα μανίκια διπλωμένα είχαν φάρδος η κάθε πλευρά 25εκ. από το ύψος του ώμου μέχρι τον καρπό. Η καμισόλα σχημάτιζε σφηκοφωλιά (λάστιχο ραμμένο) στην μέση και τους καρπούς των χεριών. Την κατασκεύαζαν από Τσερβόλ ή Τσελβόλ ύφασμα, λινάτσα ή βαμβακοφανέλα σε μονόχρωμες συνήθως αποχρώσεις. Εσωτερικά ήταν αφοδράριστη. Η καμισόλα σαν ένδυμα συνόδευε το μεσοφούστανο, στις περιοχές Κάρς-Τόνια και στον δυτικό Πόντο.
1) Μακρογούνι: Επίσημο ένδυμα που εξυπηρετούσε ως παλτό. Πανωφόρι αστικών περιοχών. Ήταν ραμμένο σε γραμμή (Α) στον κορμό και τα μανίκια ήταν χωρίς κουμπιά. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους αστράγαλους. Το ύφασμα ήταν μάλλινο (τσόχα ή κασμίρ) σε διάφορα χρώματα, κυρίως βυσσινί, καφέ, μπλε και μαύρο. Η επένδυσή του ήταν εσωτερικά από γούνα αρκούδας για να προφυλάσσει από το κρύο. Εξωτερικά για λόγους προστασίας από το κρύο αλλά και για λόγους καλαισθησίας χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός. Το φορούσαν σε όλη την Μ. Ασία, από την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε διάφορες παραλλαγές.
2) Κοντογούνι: Πανωφόρι από βελούδινο ύφασμα. Το συναντάμε σε δύο μήκη. Το ένα μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση και το άλλο μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς. Σε αντίθεση με το μακρογούνι ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στον κορμό και στα μανίκια. Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας σε χρώματα κυρίως δαμασκηνί, μπλε, μαύρο και κυπαρισσί. Ήταν ανοιχτό μπροστά χωρίς κουμπιά και τα τελειώματα στα μανίκια και την μέση ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Εσωτερικά ήταν επενδυμένο από ύφασμα ατλάζι (είδος μεταξιού) ή από κάποτο. Εξωτερικά γύρω από τον λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς.
3) Κατιφέ: Βελούδινο ζακέτο. Η λέξη κατιφέ είναι γαλλική και σημαίνει βελούδο. Έτσι υιοθετήθηκε και στον Πόντο. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση. Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας ή Γαλλίας σε χρώματα δαμασκηνί, κυπαρισσί, μαύρο και μπλε. Ήταν κεντημένο στο λαιμό, στην μέση, στο στήθος και τα μανίκια με χρυσό συρμάτινο κορδόνι. Το κέντημα είχε φάρδος 5 εκ. Κάτω από τη μασχάλη υπήρχε σχέδιο κεντημένο το οποίο ονόμαζαν καντίλ ή κεντίλ επειδή σχημάτιζε καντήλα. Τον κατιφέ σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδικοί "τερζίδες" (ράφτες). Ήταν απαραίτητο στην νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών.
4) Τσόχα: Πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Υπήρχε η γυναικεία και η αντρική. Η τσόχα συνήθως ήταν χωρίς επένδυση, και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα κυρίως σκουρόχρωμο. Η γυναικεία τσόχα υπήρχε σε δύο τύπους. Στην πρώτη περίπτωση το μάκρος ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους γοφούς ενώ στην δεύτερη περίπτωση το μάκρος έφτανε στην μέση της γάμπας. Κούμπωνε στο πλάι και επάνω υπήρχε ένας μικρός όρθιος γιακάς.
5) Σαλταμάρκα ή πόλκα ή κοντές: Ορολογίες που συναντούμε σε διάφορες περιοχές του Πόντου. Κοντό πανωφόρι που ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση. Στην μία περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στα μανίκια και στην μέση. Το ύφασμά του ήταν από τσόχα ή κασμίρ σε διάφορα χρώματα (καφέ, πράσινο, μαύρο και μπλε) και ήταν ανοιχτό μπροστά με ή χωρίς γιακά. Το εσωτερικό του ήταν επενδυμένο με ριγωτό ή μονόχρωμο από κάνναβη ύφασμα και είχε εσωτερικές τσέπες δεξιά και αριστερά. Περιμετρικά ήταν κεντημένο με δύο σειρές κορδόνι. Στην άλλη περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στην μέση αλλά τα μανίκια του σχημάτιζαν μανσέτες που κούμπωναν με κόμψες από ύφασμα ριγωτό σε διάφορα χρώματα, μετάξι κρουστό. Μπροστά είχε κουμπιά φτιαγμένα με γαϊτάνι. Στα τελειώματα του γιακά και των μανικιών είχε κεντημένο κορδόνι.
6) Το σαλ: Ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες. Το κατασκεύαζαν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας. Το συναντούμε σε τρίγωνο ή τετράγωνο σχέδιο το οποίο δίπλωναν στην μέση. Στις άκρες υπήρχαν μικρά πισκούλια (φούντες).
7) Λιπατέ: Παλτό καθημερινής χρήσης. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό καπιτονέ (γαζιά κάθετα και οριζόντια) σε διάφορους χρωματισμούς. Ραμμένη σε ίσια γραμμή με μακριά μανίκια, ανοιχτή μπροστά με στενό γιακά χωρίς κουμπιά.
1) Λαχόρ ή λαχόρι: Τετράπλευρο υφαντό στον αργαλειό. Ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στην μέση τους πάνω από την ζιπούνα. Το σχέδιό του σχημάτιζε κάθετες ρίγες 2-3εκ. Η μια ρίγα είχε περίπου 8 εκ. απόσταση από την άλλη και σε αυτό το πλαίσιο σχημάτιζε ψυχεδελικά ημικύκλια τα "λαχούρια". Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σαφράν, της παπαρούνας και του κάστανου. Τα βασικά χρώματα ήταν το πορτοκαλοκόκκινο, το κίτρινο της ώχρας, το μπλε σκούρο, το πράσινο ανοιχτό και το μπεζ. Κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κλεμία (κρόσια), 10 εκ. η κάθε πλευρά. Πάνω στο λαχόρι οριζόντια της κάθε κάθετης πλευράς έραβαν τα "δέματα", κορδέλες του 1,5 εκ. φάρδους. Το κάθε "δέμα" είχε μήκος 1,50μ και στις δύο άκρες του υπήρχαν πισκούλια (φούντες). Με τα "δέματα" στερέωναν το λαχόρι επάνω στο σώμα. Το λαχόρι είχε φάρδος 1μ και 1,10μ. μήκος . Το όνομά του το πήρε από την πόλη Λαχώρη του Πακιστάν.
2) Κοκνέτσα: Τετράπλευρο ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στην μέση τους. Ήταν παρόμοιο με το λαχόρι. Το ύφαιναν από "ταγμένο" μαλλί (πολύ άγριο) και βαμβάκι σε πολύ έντονους χρωματισμούς. Σχημάτιζε ρίγες 2-3 εκ. οι οποίες είχαν απόσταση 5 εκ. μεταξύ τους. Στο πλαίσιο των 5 εκ. σχηματιζόταν ρόμβοι. Το φάρδος της ήταν περίπου 95 εκ. έως 1μ., το μήκος της 1,20μ. και τα κρόσια 15 εκ. Την "κοκνέτσα" την φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από την ζιπούνα ή το μεσοφούστανο. Πάνω από την "κοκνέτσα" έδεναν τη "φοτά".
3) Ταραπουλούζ: Γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο συνδύαζαν οι γυναίκες με το επίσημο ένδυμα. Στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ρίγες που είχαν σαν αποτέλεσμα να σχηματίζουν καρό. Υπήρχαν και ταραπουλούζια που σχημάτιζαν μόνο ρίγα. Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου της ώχρας, του κεραμιδί, του πράσινου, του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του ήταν 1,20μ έως 1,40μ και το φάρδος του 33 εκ. Στις δύο άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά. Τα κλεμία είχαν μήκος 15 εκ. Συνήθως ένωναν με γαϊτάνι τρία κομμάτια των 33 εκ. και έβγαζαν φάρδος περίπου 1μ. Το ταραπουλούζ το έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στην μέση τους πάνω από την ζιπούνα, επειδή όμως ήταν πιο φαρδύ από τα άλλα ζωνάρια στο δέσιμό του σχημάτιζε ντραπέ. Το όνομά του το πήρε από την Τρίπολη του Λιβάνου ή ενδεχομένως από την Τρίπολη της Λιβύης.
4) Φοτά ή πεσταμπάλ ή εμπροστέα: Είδος ποδιάς που φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το λαχόρι. "Φοτά" υπήρχε μεταξωτή και υφαντή. Το φάρδος της ήταν 1,20μ και το ύψος της 85 εκ. Σχημάτιζε κάθετες ρίγες και η κάθε ρίγα είχε φάρδος 7-9 εκ. Ήταν δίχρωμη. Το πιο διαδεδομένο χρώμα ήταν το βυσσινί με το κίτρινο βυζαντινό. Στην υφαντή φοτά τα κυρίαρχα χρώματα ήταν το μαύρο με το καφέ. Υπάρχουν όμως πάρα πολλές παραλλαγές χρωμάτων, μοβ-πράσινο, κόκκινο-άσπρο, μοβ-μαύρο, πράσινο-πορτοκαλί και μπλε-κόκκινο. Στις αστικές περιοχές "φοτά" φορούσαν οι μεγάλες κυρίες άνω των 40 ετών, ενώ στα ορεινά "φοτά" φορούσαν ακόμη και οι νεαρές κοπέλες. Στην περιοχή της Ματσούκας την "φοτά" την έδεναν στο πλάι.
5) Η "εμπροστέα" ήταν ποδιά οικιακής χρήσης. Την φορούσαν οι γυναίκες στην καθημερινή τους εργασία στο σπίτι ή έξω. Το φάρδος της ήταν 1,20μ. και το μήκος της 85 εκ. Ήταν φτιαγμένη από μονόχρωμο ύφασμα σκούρου ή ανοιχτού χρώματος. Το ύφασμα της συγκεκριμένης ήταν από χασέ ή λινάτσα.
6) Πεσταμπάλ ή εμπροτέα από τσόχα: Συμπλήρωνε το κουστούμι της Σάντας και το κουστούμι της Τόνιας. Στην Σάντα την φορούσαν πάνω από το πανωφόρι που κατασκευάζονταν και αυτό από τσόχα. Ήταν σε βυσσινί σκούρο, κόκκινο ή καφέ χρώμα. Είχε μήκος 85 εκ. και φάρδος 53 εκ. Περιμετρικά είχαν κεντημένο δύο σειρές κορδόνι. Την τσόχινη ποδιά έδεναν με τα δέματα (κορδέλες) που στις άκρες τους κρεμόταν κλεμία. Η ποδιά της Τόνιας ήταν κυρίως φτιαγμένη από μαύρη τσόχα σε μήκος 85 εκ. και φάρδος 1,20μ.Την έδεναν πίσω επανωτιστά (η μια πλευρά έμπαινε πάνω στην άλλη) με δέματα. Η επιφάνειά της ήταν κεντημένη με πορφυρούς και κίτρινους σταυρούς. Περιμετρικά ήταν πλεγμένη με γαϊτάνι.
1) Γκιορντάν, γιορτάνι: Αρμαθιά με φλουριά κωσταντινάτα με τρεις ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στο λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.
2) Τα πεντόλιρα: Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία της τούρκικης λύρας. Τα φορούσαν στο λαιμό ένα ή δύο μαζί με διπλή αλυσίδα "κοχλίδ".
3) Καρδίτσας: Έτσι ονόμαζαν τα σκουλαρίκια ή τα μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα, συνήθως βυσσινί, άσπρη ή γαλάζια. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 καρατίων και τα φορούσαν νεαρά κορίτσια.
4) Πέρλες και μαργαριτάρια: Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν τρεις ή τέσσερις φορές στον λαιμό.
5) Κοχλίδ: Χρυσή ή ασημένια αλυσίδα την οποία τύλιγαν πολλές φορές γύρω από τον λαιμό. Έφτανε μέχρι την κοιλιά. Οι σπόνδυλοι της αλυσίδας είχαν το σχήμα σαλιγκαριού, γι αυτό την ονόμαζαν κοχλίδ.
6) Χασίρ ή χασιρί: Χειροποίητα κοσμήματα σε βυζαντινή γραμμή για τον λαιμό και το χέρι. Τα κατασκεύαζαν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στην μια άκρη είχε μια αγκράφα στην οποία οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.
7) Περιλαίμια: Τα κατασκεύαζαν από ασήμι και υπήρχαν σε διάφορα σχέδια.
8) Σαμσάδες ή Σεπσέδες: Ονόμαζαν έτσι τα κωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στην περιοχή του δυτικού Πόντου σαμσάδες ή σεπσέδες έπλεκαν στις πλεξούδες τους.
1) Τεπελίκ ή τεπελίκι (κορυφή) ή τάπλα (δίσκος): Τούρκικες λέξεις. Δισκοειδής καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε το όνομά του από την λέξη τεπέ που σημαίνει κορυφή. Το κατασκεύαζαν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάποτο ή βελούδο. Περιμετρικά το φάρδος του ήταν 10 εκ. Ημικυκλικά περνούσαν χαρτί χοντρό ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά κωνσταντινάτα. Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια ή σύρμα φτιαγμένο στο χέρι. Στις δύο μεριές, δεξιά και αριστερά έραβαν κορδέλες τις οποίες έδεναν πίσω στο κεφάλι. Το τεπελίκ το συναντούμε σε όλες τις περιοχές του Πόντου να συνοδεύει την ζιπούνα. Τεπελίκια φορούσαν και οι γυναίκες στην Αρμενία, την Καππαδοκία και την Μ. Ασία. Από έρευνα προκύπτει ότι σε κάποιες περιοχές (Καρς) φορούσαν τεπελίκια που κάλυπταν όλη την περίμετρο της κεφαλής.
2) Κουρσίν: Η λέξη είναι τουρκική. Κουρσίν ονόμαζαν το χρυσό κορδόνι. Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή αντί για μέταλλο, κεντούσαν χρυσό κορδόνι, με αποτέλεσμα να ονομάζεται ολόκληρη η τάπλα κουρσίν.
3) Καμαρά ή καμάρα: Το νυφικό πέπλο και όλα τα στολίδια μαζί με τα κοσμήματα που το συνόδευαν.
4) Λετσέκ: Μαντήλι τετράγωνο που το δίπλωναν στην μέση και το φορούσαν οι γυναίκες μέσης ηλικίας στο κεφάλι. Το λετσέκ είχε διαστάσεις 1,20μ Χ 1,20 μ. Ήταν σκουρόχρωμο και στο εσωτερικό σχημάτιζε διάφορα σχέδια από το ίδιο το υφάδι του σε έντονα χρώματα. Περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Υπήρχαν μαντήλια κεντημένα. Το ύφασμα ήταν ταγμένη λινάτσα (πυκνή) ή καμβάς (γάζα). Το λετσέκ το φορούσαν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό. Το άφηναν λιτό και οι δύο άκρες του έπεφταν στους ώμους. Στην περιοχή της Ματσούκας το φορούσαν δεμένο. Η δεξιά άκρη του περνούσε στην αριστερή μεριά του λαιμού και η αριστερή άκρη του στην δεξιά μεριά του λαιμού. Σταύρωνε κάτω από το πιγούνι και έδενε πίσω στο κάτω μέρος της κεφαλής.
5) Τσίτι ή κατζοδέτρα: Τετράγωνο μαντήλι καθημερινής χρήσης που το φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του ορεινού Πόντου. Οι διαστάσεις ήταν 1μΧ1μ ή 80εκ Χ 80 εκ. Το ύφασμα ήταν τσελβόλ, λινό, βισκόζι ή γάζα. Συνήθως τα συγκεκριμένα μαντήλια ήταν μονόχρωμα σκούρας αλλά και ανοιχτής απόχρωσης. Στην περιοχή της Τόνιας ήταν άσπρα και μαύρα. Στην Σάντα τα χρώματα ήταν το μαύρο με λουλούδια σε έντονους χρωματισμούς. Στην Νικόπολη ήταν το σκούρο μπλε, το σκούρο καφέ και το μαύρο. Στον δυτικό Πόντο, (Σαφράμπολη,Πάφρα και Σινώπη) συναντούμε μαντήλια σε άσπρο σε μπεζ .και σε κόκκινο χρώμα. Το δέσιμο στην περιοχή της Ματσούκας κάλυπτε το πιγούνι αλλά το μέτωπο ήταν ανοιχτό. Στην Σάντα οι δύο άκρες σταύρωναν κατευθείαν πίσω στο λαιμό, περνούσαν από το ύψος των κροτάφων πλάι στην κορυφή της κεφαλής. Στην Νικόπολη αλλά και σε άλλα χωριά της Ματσούκας το μαντήλι κάλυπτε το μέτωπο και το πιγούνι και έδενε πίσω στον λαιμό. Στον δυτικό Πόντο τα κεντημένα μαντήλια τα άφηναν λιτά με τις άκρες να πέφτουν στους ώμους. Τα μονόχρωμα και σταμπωτά τα έδεναν μπροστά στον λαιμό κάτω από το πιγούνι.
Γυναικεία ενδυμασία δυτικού Πόντου
Γυναικεία ενδυμασία Ματσούκας (Κοσμά - Γαλίαινα)
Γυναικεία ενδυμασία Νικοπόλεως
Γυναικεία ενδυμασία Πόντου (Αστική)
Γυναικεία ενδυμασία Τόνιας (λαϊκή)
Γυναικεία ενδυμασία Τραπεζούντας
Γυναικεία ενδυμασία Χαλδίας - Αργυρούπολης
Γυναικεία φορεσιά (Τρίπολη - Πουλατζάκ)
Γυναικεία φορεσιά Καρς
Γυναικεία φορεσιά Κερασούντας
Γυναικεία φορεσιά Σάντας (Λαϊκή)
Ενδυμασία Ματσούκας (Λιβερά)
1) Ζίπκα: ενδεχομένως σύνθετη λέξη από την ξενική ζιπ (παντελόνι) και την ελληνική κα (κάτω). "Το παντελόνι το φτάνει μέχρι κάτω". Καυκασιανό κουστούμι το οποίο το υιοθέτησαν όχι μόνο οι Πόντιοι, αλλά και οι Αρμένιοι, οι Τούρκοι ( Τσέτες),οι Λαζοί και οι Γεωργιανοί. Εμφανίζεται λίγο πριν το 1900. Το φορούν κυρίως οι ένοπλοι για ελευθερία της κίνησης.
Το ύφασμα της ζίπκας είναι τσόχα ή κασμίρ σε διάφορα χρώματα (μαύρο για τους ένοπλους, μπλε σκούρο ή μπλε ραφ για τους νέους, γκρι για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, καφέ σκούρο, καφέ καμηλό, δαμασκηνί και κυπαρισσί. Εσωτερικά είναι επενδεδυμένη με κάποτο σε σκούρο χρώμα, στη μέση είναι φαρδύ και σχηματίζει πολλές πτυχές και πιέτες πίσω και μπροστά, τα σκέλη μέχρι και τον αστράγαλο ήταν στενά δεξιά και αριστερά στο ύψος του παλτουριού (μπούτι) είχε τσέπες, ήταν απλικάρισμένη με κορδόνι σε διάφορα χρώματα γύρω από τις τσέπες έως κάτω από τον αστράγαλο.
2) Γιλέκ: Γιλέκο σε τσόχα ή κασμίρ ύφασμα μονόχρωμο, αλλά και βαμβακομέταξο ριγωτό, το μήκος του ξεκινούσε από τον ώμο έως την λεκάνη περίπου στα 65εκ. ήταν κεντημένο με κορδόνι σε διάφορα χρώματα. Είχε δύο τσέπες δεξιά και αριστερά κάτω από το στήθος. 'Έκλεινε από τα δεξιά προς τα αριστερά. Το γιλέκο ήταν σε σταυρoκούμποτο ή ονοκούμποτο σχέδιο. Τα κουμπιά ήταν μεταλλικά , υφασμάτινα ή γαϊτάνι.
3) Καμίς: Υποκάμισο σε μπεζ ή άσπρο κυρίως χρώμα αλλά και σε ρίγα και πτι καρό, σε διάφορες αποχρώσεις με όρθιο ή κλασικό γιακά, μανίκια σε ίσια γραμμή ή μανσέτα με δυο κουμπιά και άνοιγμα εμπρός μέχρι το στήθος και πέντε κουμπιά.
4) Πασλούκ: Λέξη τουρκική "Κεφαλοδέσιμο" σε μήκος 1,50μ. έως 2,00μ. με τις ταινίες του δεξιά και αριστερά και φάρδος 0,30εκ. Η κορυφή του σχημάτιζε μύτη και επάνω ήταν ένα ή δύο κλεμία με πισκούλια (κορδόνια με φούντες). Το έδεναν γύρω από το κεφάλι. Συναντούμε διάφορα είδη δεσίματος.
5) Καραβόνα: αντρικό παντελόνι πολύ φαρδύ στη μέση και τα γόνατα. Από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο στένευε και κολλούσε στις γάμπες, το δένανε εσωτερικά με κορδόνια . Σχημάτιζε πολλές πτυχές πίσω και εμπρός. Την μέση την συγκρατούσε κορδόνι εσωτερικά περασμένο στο ύφασμα. Ήταν αφοδράριστη. Η καραβόνα ήταν από τσόχα ή κασμίρι σε διάφορα χρώματα κυρίως καφέ, μαύρο και μoβ. Σαν ολοκληρωμένη ενδυμασία συνοδευόταν από το καμίς, το γιλέκ, το ταραπουλούζ (ζωνάρι), το φεζ (καπέλο) και το αντρικό μακρυγούνι που το φορούσαν οι προεστοί στα αστικά κέντρα και προϋπήρχε σαν φορεσιά από την ζίπκα.
6) Σαλβάρι:αντρικό παντελόνι παρόμοιο με την καραβόνα. Η διαφορά ήταν στο ότι το σαλβάρι κατέληγε στο γόνατο, ήταν πολύ φαρδύ και σχημάτιζε πτυχές. Το συγκρατούσε στην μέση το καΐς (λεπτή ή φαρδιά δερμάτινη ζώνη).
7) Ποτούρι: καθημερινό ένδυμα παρόμοιο με το σαλβάρι και την καραβόνα. Το επάνω μέρος σχημάτιζε τρεις πιέτες από τα αριστερά και τρεις πιέτες από τα δεξιά. Μπροστά έχει άνοιγμα το οποίο ονομάζεται "τσιλτιφίρ" και κάτω στένευε μέχρι τον αστράγαλο. Στα δύο πλαϊνά των αστραγάλων εσωτερικά η εξωτερικά είχε σχισμές 10 εκ. για να μπαίνει εύκολα το πόδι. Το ποτούρι γινόταν από βαμβακερό ύφασμα ή λινάτσα σε σκουρόχρωμες αποχρώσεις.
1) Μακρογούνι: Επίσημο ένδυμα που ξεκινάει από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της υψηλής πύλης και φτάνει μέχρι τις αρχές του 1900. Το φορούσαν οι προεστοί. Μακρυγούνια ανδρικά συναντάμε σε διάφορα σχέδια , χρώματα και υφάσματα. Έχουμε δύο παραλλαγές. Στην μια παραλλαγή ήταν ραμμένο από μαύρη ή γκρι ευρωπαϊκή τσόχα σε ίσια γραμμή και σε δύο μήκη. Το ένα μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους αστράγαλους και το άλλο μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στα γόνατα. Εσωτερικά και εξωτερικά ήταν επενδυμένο με γούνα Ρωσίας. Στην άλλη παραλλαγή ήταν ραμμένο από βελούδο δαμάσκο ή βελούδο μπροκάρ σε βυσσινί ή σκούρο κυπαρισσί χρώμα σε γραμμή (Α). Το ύψος ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στους αστράγαλους ή λίγο πιο πάνω. Εσωτερικά και εξωτερικά, αλλά και στον γιακά και στα μανίκια ήταν επενδυμένο με γούνα "τσιντσιλά".
2) Καφτάν: Πανωφόρι που φορούσαν μόνο οι προεστοί. Το μάκρος ξεκινούσε από τον λαιμό και έφτανε στα γόνατα. Το ύφασμά του ήταν από μπροκάρ μεταξωτό. Το χρώμα του ήταν συνήθως βυσσινί, κεραμιδί σκούρο ή βαθύ σκούρο πράσινο. Κούμπωνε με κουμπιά χρυσοποίκιλτα ή μεταλλικά, από δεξιά προς τα αριστερά και από τον λαιμό μέχρι την μέση. Τα μανίκια σχημάτιζαν πτυχές ραμμένα σε μανσέτα στενή στον καρπό. Τόσο ο γιακάς όσο και οι μανσέτες ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Είχε κοινά στοιχεία με τον βυζαντινό μανδύα και το τσαρικό σακάκι.
3) Αντρική ζιπούνα ή αμπάς ή αντερίν: Αντρικό σακάκι που αποτελούσε με το γιλέκο και την ζίπκα την αντρική φορεσιά. Το ύψος της ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στους γοφούς. Την κατασκεύαζαν από τσόχινο ή κασμιρένιο ύφασμα σε διάφορα χρώματα. Επάνω είχε στενό γιακά και κούμπωνε μπροστά σταυρωτά , δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα. Τα μανίκια ήταν μακριά και στις άκρες σχιστά. Μερικά ήταν επενδυμένα με γυαλιστερό ύφασμα σε διαφορετική απόχρωση από το υπόλοιπο ρούχο. Στους ώμους και στους αγκώνες ήταν ραμμένο διπλό ύφασμα που στο τελείωμά του είχε κεντημένο κορδόνι. Αντρική ζιπούνα συναντάμε σε διάφορα σχέδια σε όλο τον Πόντο.
4) Σαλταμάρκα ή κοντές αντρική: Έχει κοινά στοιχεία με την γυναικεία. Υπήρχε σε δύο μήκη. Το πρώτο ξεκινούσε από τους ώμους, κατέληγε στην μέση και ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή με μακριά μανίκια. Ήταν ανοιχτό μπροστά χωρίς κουμπιά. Το δεύτερο ξεκινούσε το μήκος του από τους ώμους και κατέληγε στα γόνατα ή στις γάμπες. Κούμπωνε στο πλάι ή στην μέση. Ήταν φτιαγμένη από ευρωπαϊκή τσόχα σε μαύρο γκρι ή καφέ χρώμα. Εσωτερικά ήταν φοδραρισμένο από κάποτο. Είχε τσέπες εσωτερικά και εξωτερικά.
5) Γιλέκ ή τσαμαντάν ή στενό: Γιλέκο από τσόχα ή κασμίρ ύφασμα και μερικές φορές βελούδο ή βαμβακομέταξο. Τα χρώματα ήταν κυρίως μοβ, δαμασκηνί, βυσσινί, και βαθύ πράσινο. Ήταν φοδραρισμένο από χασέ ή λινάτσα. Μπροστά κούμπωνε σταυρωτά. Τα κουμπιά ήταν συνήθως μεταλλικά και μερικές φορές πλεγμένα γαϊτάνι.
6) Τσόχα: Κατασκευασμένη από μάλλινο ύφασμα φοδραρισμένη ή αφοδράριστη. Την αντρική τσόχα την συναντάμε σε τρία διαφορετικά μάκρη. Στην μια περίπτωση το ύψος ξεκινάει από τους ώμους, καταλήγει στην μέση και κουμπώνει μπροστά. Στην δεύτερη περίπτωση το ύψος ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στους γοφούς και στην τρίτη περίπτωση το ύψος ξεκινάει από τους ώμους, καταλήγει στο μπούτι και κουμπώνει μπροστά. Έχει τσέπες δεξιά και αριστερά και μερικές φορές την συναντούμε με γιακά μονόπετο.
1) Κουσάκ: Λέξη τουρκική. Είδος ζωναριού που το κατασκεύαζαν από μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα. Το φορούσαν κυρίως οι άντρες με την καθημερινή τους φορεσιά σε διάφορα χρώματα (μπεζ, κεραμιδί, ώχρα) ή ριγωτό σε διάφορα χρώματα του σαφράν και της παπαρούνας. Το μήκος του ήταν 3,5 ή 4 μέτρα και το φάρδος του ήταν 30 εκ. Στις δύο άκρες του υπήρχαν κλεμία.
2) Ταραπουλούζ: Μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό. Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά με κυρίαρχα,το βυσσινί, το μπεζ, το μπλε, το πράσινο και την ώχρα. Το μήκος του έφτανε τα 8 μέτρα και το φάρδος του τα 40 εκ. Συνήθως όμως ένωναν με γαϊτάνι τρία κομμάτια των 40 εκ. και έβγαζαν ένα φάρδος 1,20 μ. Στις άκρες έφτιαχναν φούντες με κρόσσι από το ίδιο ύφασμα περίπου 20 εκ. η κάθε πλευρά. Πήρε το όνομά του από την Τρίπολη του Λιβάνου και ενδεχομένως και από την Τρίπολη από την Λιβύης από όπου και το έκαναν εισαγωγή. Το ταραπουλούζ το δίπλωναν και το τύλιγαν οι άντρες πολλές φορές στην μέση τους. Το σχέδιο τελειωμένο σχημάτιζε ντραπέ (πλισέ).
3) Καίς: Είδος δερμάτινης ζώνης. Την φορούσαν για να συγκρατούν τα παντελόνια (καραφόνα, σαλβάρ, ποτούρ). Το μήκος του ήταν 1μ. ή 1,50μ. και το φάρδος του 3εκ., 5εκ. 7 εκ. ή μπορεί και 10εκ. Στο ένα άκρο υπήρχε μεταλλική πόρπη.
4) Σελάχιν ή σελαχλίκ ή σελαχρούκ: Δερμάτινο ζωνάρι που έμπαινε πάνω από το ταραπουλούζ. Ήταν ειδικά φτιαγμένο για να τοποθετούν οι άντρες την "κάμα" (σπαθάκι), το καπνοσάκουλο και διάφορα προσωπικά τους αντικείμενα. Έπιανε την κοιλιακή χώρα , από την μια άκρη στην άλλη. Στην μια μεριά ήταν στενό και στην άλλη φαρδύ καμπυλωτό. Πίσω το συγκρατούσαν δερμάτινα κορδόνια. Ήταν φτιαγμένο από τρεις σειρές ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα στο οποίο έδιναν διάφορους τόνους από καφέ ανοιχτό έως καφέ σκούρο και μαύρο.
1) Κολπιός, εγκόλπιο: Παραλληλόγραμμο κόσμημα διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι. Ήταν σκαλισμένο στο χέρι. Στην μια πλευρά απεικονιζόταν ο Άγιος Γεώργιος και στην άλλη μια οποιαδήποτε ψυχεδέλεια συνήθως κλαδί της άμπελου. Επάνω είχε συρταράκι το οποίο ανοιγόκλεινε. Στο εσωτερικό του "κολπιού" τοποθετούσαν τίμιο ξύλο από τους Άγιους Τόπους, "χατζηλίκι" ή μπαρούτι. Στις δύο άκρες έδενε αλυσίδα "Αρζαντό" ασημένια, που είχε σχήμα (8) και είχε μήκος 1,80μ. Το φορούσαν οι άντρες σταυρωτά από το μέρος της καρδιάς
2) Φυλαχτόν ή τάμα: Τριγωνικό κόσμημα διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι. Η μια πλευρά ήταν χαραγμένη με διάφορα ψυχεδελικά σχέδια. Επάνω είχε συρταράκι που ανοιγόκλεινε. Στο εσωτερικό του τοποθετούσαν τίμιο ξύλο. Στις δύο άκρες έδενε αλυσίδα "αρζαντό" 40 εκ. Το φορούσαν οι άντρες στο στήθος και μερικές φορές και οι γυναίκες.
3) Ώρα και κιοστέκ:Ρολόι με μακρυά αλυσίδα (φίδι) σε ασήμι ή χρυσό μήκους 2μ. Το φορούσαν οι άντρες αλλά και οι γυναίκες. Την αλυσίδα την συγκρατούσε ο "αλεπός", τριγωνικό αξεσουάρ που ρύθμιζε το ύψος της. Το κιοστέκ και την ώρα οι άντρες τα έριχναν στην δεξιά τσέπη του γιλέκου τους ενώ οι γυναίκες τα τοποθετούσαν επάνω στο λαχόρι τους.
4) Κεντήλ: Οβάλ αξεσουάρ το οποίο φορούσαν οι άντρες στο δεξί μπράτσο. Το φορούσαν πάνω από την αντρική ζιπούνα(σακάκι). Το κεντήλ ήταν υφασμάτινο κεντημένο με χρυσό κορδόνι ή πλεγμένο χρυσό σύρμα.
1) Κεφαλοδέσιμο ή πασλούκ (λέξη τουρκική). Το πασλούκ αποτελούσε κομμάτι της ανδρικής ενδυμασίας. Ήταν κατασκευασμένο από τσόχινο ή κασμιρένιο ύφασμα. Το μήκος του ήταν 1,50μ και το φάρδος 30εκ. Οι ταινίες του δεξιά και αριστερά στο τελείωμά τους σχημάτιζαν καμπύλες. Στο εσωτερικό του ντουμπλάριζαν ύφασμα "ατλάζι" σε γυαλιστερά χρώματα. Η κορυφή του σχημάτιζε μύτη και πάνω έραβαν ένα ή δύο πισκούλια (κορδόνια με φούντες).Το ύφασμα περιμετρικά ήταν κεντημένο με κορδόνι. Το έδεναν μία ή δύο φορές γύρω από το κεφάλι. Συναντούμε διάφορα σχέδια δεσίματος.
2) Φέζ ή φέζι: Ονομασία της γαλλικής τόκας. Αντρικό καπέλο το οποίο φορούσαν οι προεστοί σε όλη την Ανατολή. Εσωτερικά ήταν κατασκευασμένο από χοντρό χαρτί, εξωτερικά ήταν επενδυμένο με τσόχα και είχε σχήμα δίσκου. Το κάτω μέρος ήταν μεγαλύτερο για να εφάπτεται στο κεφάλι, ενώ επάνω στένευε. Στην κορυφή του είχε ραμμένο πισκούλι (φούντα). Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν για το φέζ ήταν το κόκκινο, το βυσσινί, το μαύρο, το μοβ και το γκρι. Μερικές φορές πάνω από αυτό τύλιγαν σειρές υφάσματος. Υπήρχαν διάφορα ύψη φέζ. Συνήθως όσο πιο κοινωνικά ανεβασμένος ήταν κάποιος τόσο πιο ψηλό φέζ φορούσε. Πήρε το όνομά του από την πόλη Φέζ στο Μαρόκο. Στον Πόντο φέζ φορούσαν όχι μόνο οι προεστοί αλλά και οι ένοπλοι (ζιπκαλήδες).
3) Ρωσική τόκα: Συνόδευε το καυκασιανό κουστούμι. Την φορούσαν οι Έλληνες του Πόντου που μετανάστευαν για επαγγελματικούς λόγους στην Σοβιετική Ένωση. Είχε διάφορα ύψη και ήταν κατασκευασμένη από ρωσική γούνα. Συνήθως από λινγκς Σιβηρίας (είδος λύκου), ζιμπελίνα ή καστόρ.
Αντίγραφο ενδυμασίας οπλαρχηγού Ευάγγελου Ιωαννίδη
Αντρική ενδυμασία Νικοπόλεως
Αντρική ζίπκα (αντάρτικη)
Αντρική ζίπκα (αντάρτικη)
Αντρικό κουστούμι (προεστών)
Αντρικό κουστούμι (προεστών)