Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Ποντιακή ενδυμασία

Γυναικεία

ginaikia

 

Η γυναικεία ποντιακή φορεσιά έχει στοιχεία από το Βυζαντινό κουστούμι. Το χαρακτηριστικό της ένδυμα είναι η "ζιπούνα ή ζουπούνα". Καθιερώθηκε σαν ορολογία για ολόκληρη την φορεσιά. Στον δυτικό Πόντο η ζιπούνα λεγόταν εντερίν ή αντερί. Την συναντούμε διαφοροποιημένη λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και της κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας. Επίσης η ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διαφοροποίηση της υφασματολογίας και της χρωματολογίας.

1) Ζιπούνα: Μακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους. Η βάση του ήταν ένα κομμάτι με 3 μέτρα μήκος και 50εκ. φάρδος (τα υφάσματα εκείνη την εποχή ήταν μονόφαρδα, 50 – 80 εκ.). Τα δίπλωναν στην μέση και έδιναν μια ψαλιδιά 6εκ. οριζόντια και 8 εκ. κάθετα για λαιμόκοψη. Από τους ώμους κάθετα προς το στήθος έδιναν άνοιγμα 25 εκ. Στα τέσσερα πλαϊνά ένωναν κομμάτια υφάσματος 1 μέτρου ύψος, 3 εκ. επάνω και 20 εκ. κάτω. Τα κομμάτια ξεκινούσαν από την μέση και κατέληγαν στους αστραγάλους με αποτέλεσμα το φόρεμα να σχηματίζει γραμμή άλφα (Α). Επιπλέον ένωναν άλλα δύο κομμάτια μπροστά που ξεκινούσαν από το άνοιγμα του στήθους και κατέληγαν και αυτά στους αστράγαλους. Είχαν μήκος 1 μέτρο και 20εκ ενώ το φάρδος επάνω ήταν 3εκ. και κάτω 20 εκ. Τα μανίκια ξεκινούσαν από τον ώμο και κατέληγαν στον καρπό. Διπλωμένα είχαν φάρδος 20 εκ. επάνω και 14 εκ. στον καρπό. Κάτω από την μασχάλη ένωναν τρίγωνα υφάσματος που ένωναν τα μανίκια με το κυρίως φόρεμα. Αυτά έδιναν αέρα στην κίνηση των χεριών. Τα μανίκια κάτω είχαν ανοίγματα 10 εκ. το καθένα. Μπροστά η ζιπούνα έκλεινε με κουμπιά. Με κουμπιά έκλειναν και τα μανίκια όχι όμως σε όλες τις ζιπούνες. Στον δυτικό Πόντο συναντούμε ζιπούνες χωρίς κουμπιά με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλαϊνά.

Το φόρεμα περιμετρικά ήταν κεντημένο με σοτάζ και κορδόνι σε χρυσή ή υφαντή κλωστή. Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με ύφασμα από βαμβακερό κάποτο, άσπρο κυρίως χρώμα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:

  • Μεταξωτό μπροκάρ (ύφασμα που μέσα σχημάτιζε λουλούδι από το ίδιο το υφάδι του)
  • Μεταξωτό ταφτά (μονόχρωμο ύφασμα)
  • Ταφτά σανσάν (το ύφασμα που κάνει διάφορα χρώματα)
  • Ταφτά μουαρέ (το ύφασμα που κάνει διάφορα νερά)
  • Σουά σοβάζ ( άγριο μετάξι "κρουστό")
  • Δαμάσκο μπροκάρ
  • Βελούδο Γερμανίας
  • Ριγωτά βαμβακομέταξα υφάσματα με χρυσή κλωστή
  • Ριγωτά υφαντά (βαμβάκι – μαλλί)

Το πιο διαδεδομένο ριγωτό ήταν το "κουτνί" το οποίο συναντούμε όχι μόνο στον Πόντο αλλά και στην υπόλοιπη Μ. Ασία.

2) Σαλβάρ: Φαρδιά βράκα που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, το δεξί και το αριστερά σκέλος και το καβάλο εμπρός και πίσω. Το ύφασμα του κάθε σκέλους είχε φάρδος 80 εκ. και του καβάλου 70 εκ. Τα τέσσερα αυτά κομμάτια τα ένωναν και σαν αποτέλεσμα έβγαζαν μια πολύ φαρδιά βράκα που είχε ύψος 1,30μ. Στην μέση περνούσαν κορδόνι και έτσι το ρούχο σχημάτιζε πολλές πτυχές. Το σαλβάρι το έδεναν στα γόνατα και το υπόλοιπο του υφάσματος έπεφτε στην μέση της γάμπας. Το φάρδος του ήταν τέτοιο που εξυπηρετούσε ως φουρό παλιάς εποχής για να στέκεται όμορφα η ζιπούνα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το "Ατλάζι" (είδος μεταξιού) και το "ρεγιόν" (τεχνική μετάξα). Στην λαϊκή φορεσιά τα σαλβάρια τα κατασκεύαζαν από βαμβακερά υφάσματα "λινάρι ή κάνναβη" (φυτικές ίνες). Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με κάποτο ή χασέ.

3) Καμίς: Υποκάμισο που συνόδευε την επίσημη ενδυμασία. Για το καμίς χρησιμοποιούσαν μεταξωτό κουκούλι, χασέ και δαντέλα. Το μεταξωτό το έβαζαν σε εμφανή σημεία (μανίκια και στήθος) και το χασέ σε κρυφά σημεία (πλάτη και πάνω μέρος χεριών). Την δαντέλα την χρησιμοποιούσαν στα τελειώματα του ρούχου ( μανίκι και γιακά).

4) Σπαρέλ ή σπαλέρ: Πήρε το όνομά του από το ρήμα ασφαλίζω – ασπαλίζω, δηλαδή κλείνω – δένω γύρω από το σώμα ή από την λέξη σπάλα, τα πλαϊνά του θώρακος. Το σπαλέρ ή σπαρέλ ήταν κομμάτι υφάσματος 45 ή 50 εκ. φάρδος και 50 ή 60 εκ. ύψος. Επάνω το ύφασμα σχημάτιζε ημικύκλιο για να εφάπτεται με τον λαιμό. Περιμετρικά του λαιμού κεντούσαν κορδόνι σε διάφορα σχέδια με 5 εκ. φάρδος. Το σπαρέλ έδενε στο λαιμό και την σπάλα με κορδέλες, τα δέματα όπως τα ονόμαζαν. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν διάφορα ριγωτά ή μονόχρωμα, μεταξωτά ή βελούδα και ήταν ντουμπλαρισμένα με χασέ ύφασμα. Τα φορούσαν οι γυναίκες, συνήθως στον ορεινό όγκο του Πόντου μέσα από την ζιπούνα.

5) Μεσοφούστανο: Μονοκόμματο ύφασμα 4-5μ. περίπου το οποίο έκλεινε με μια ραφή πίσω. Επάνω έμπαινε λάστιχο ή κορδόνι με αποτέλεσμα να σχηματίζει πτυχές. Είχε ύψος 85 εκ. Το φορούσαν οι γυναίκες για φούστα. Το συναντούμε κυρίως στην περιοχή της Τόνιας και του Κάρς, στην περιοχή της Ματσούκας, όπως και στην περιοχή του δυτικού Πόντου. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν βαμβακοφανέλα μονόχρωμη, βαμβακομέταξο ριγωτό ύφασμα και κασμιροφανέλα. Το μεσοφούστανο συνήθως ήταν αφοδράριστο.

6) Καμισόλα: Υποκάμισο φαρδύ στον κορμό και τα μανίκια, με ή χωρίς ραφή στους ώμους. Το ύψος της ήταν 75εκ. και το φάρδος της περιμετρικά 1,20μ. Μπροστά είχε άνοιγμα μέχρι το στήθος. Δεξιά και αριστερά του λαιμού σχημάτιζαν δύο γιακάδες σε οβάλ σχέδιο. Τα μανίκια διπλωμένα είχαν φάρδος η κάθε πλευρά 25εκ. από το ύψος του ώμου μέχρι τον καρπό. Η καμισόλα σχημάτιζε σφηκοφωλιά (λάστιχο ραμμένο) στην μέση και τους καρπούς των χεριών. Την κατασκεύαζαν από Τσερβόλ ή Τσελβόλ ύφασμα, λινάτσα ή βαμβακοφανέλα σε μονόχρωμες συνήθως αποχρώσεις. Εσωτερικά ήταν αφοδράριστη. Η καμισόλα σαν ένδυμα συνόδευε το μεσοφούστανο, στις περιοχές Κάρς-Τόνια και στον δυτικό Πόντο.

Πανωφόρια

1) Μακρογούνι: Επίσημο ένδυμα που εξυπηρετούσε ως παλτό. Πανωφόρι αστικών περιοχών. Ήταν ραμμένο σε γραμμή (Α) στον κορμό και τα μανίκια ήταν χωρίς κουμπιά. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους αστράγαλους. Το ύφασμα ήταν μάλλινο (τσόχα ή κασμίρ) σε διάφορα χρώματα, κυρίως βυσσινί, καφέ, μπλε και μαύρο. Η επένδυσή του ήταν εσωτερικά από γούνα αρκούδας για να προφυλάσσει από το κρύο. Εξωτερικά για λόγους προστασίας από το κρύο αλλά και για λόγους καλαισθησίας χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός. Το φορούσαν σε όλη την Μ. Ασία, από την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε διάφορες παραλλαγές.

2) Κοντογούνι: Πανωφόρι από βελούδινο ύφασμα. Το συναντάμε σε δύο μήκη. Το ένα μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση και το άλλο μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς. Σε αντίθεση με το μακρογούνι ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στον κορμό και στα μανίκια. Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας σε χρώματα κυρίως δαμασκηνί, μπλε, μαύρο και κυπαρισσί. Ήταν ανοιχτό μπροστά χωρίς κουμπιά και τα τελειώματα στα μανίκια και την μέση ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Εσωτερικά ήταν επενδυμένο από ύφασμα ατλάζι (είδος μεταξιού) ή από κάποτο. Εξωτερικά γύρω από τον λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς.

3) Κατιφέ: Βελούδινο ζακέτο. Η λέξη κατιφέ είναι γαλλική και σημαίνει βελούδο. Έτσι υιοθετήθηκε και στον Πόντο. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση. Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας ή Γαλλίας σε χρώματα δαμασκηνί, κυπαρισσί, μαύρο και μπλε. Ήταν κεντημένο στο λαιμό, στην μέση, στο στήθος και τα μανίκια με χρυσό συρμάτινο κορδόνι. Το κέντημα είχε φάρδος 5 εκ. Κάτω από τη μασχάλη υπήρχε σχέδιο κεντημένο το οποίο ονόμαζαν καντίλ ή κεντίλ επειδή σχημάτιζε καντήλα. Τον κατιφέ σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδικοί "τερζίδες" (ράφτες). Ήταν απαραίτητο στην νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών.

4) Τσόχα: Πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Υπήρχε η γυναικεία και η αντρική. Η τσόχα συνήθως ήταν χωρίς επένδυση, και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα κυρίως σκουρόχρωμο. Η γυναικεία τσόχα υπήρχε σε δύο τύπους. Στην πρώτη περίπτωση το μάκρος ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους γοφούς ενώ στην δεύτερη περίπτωση το μάκρος έφτανε στην μέση της γάμπας. Κούμπωνε στο πλάι και επάνω υπήρχε ένας μικρός όρθιος γιακάς.

5) Σαλταμάρκα ή πόλκα ή κοντές: Ορολογίες που συναντούμε σε διάφορες περιοχές του Πόντου. Κοντό πανωφόρι που ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση. Στην μία περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στα μανίκια και στην μέση. Το ύφασμά του ήταν από τσόχα ή κασμίρ σε διάφορα χρώματα (καφέ, πράσινο, μαύρο και μπλε) και ήταν ανοιχτό μπροστά με ή χωρίς γιακά. Το εσωτερικό του ήταν επενδυμένο με ριγωτό ή μονόχρωμο από κάνναβη ύφασμα και είχε εσωτερικές τσέπες δεξιά και αριστερά. Περιμετρικά ήταν κεντημένο με δύο σειρές κορδόνι. Στην άλλη περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στην μέση αλλά τα μανίκια του σχημάτιζαν μανσέτες που κούμπωναν με κόμψες από ύφασμα ριγωτό σε διάφορα χρώματα, μετάξι κρουστό. Μπροστά είχε κουμπιά φτιαγμένα με γαϊτάνι. Στα τελειώματα του γιακά και των μανικιών είχε κεντημένο κορδόνι.

6) Το σαλ: Ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες. Το κατασκεύαζαν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας. Το συναντούμε σε τρίγωνο ή τετράγωνο σχέδιο το οποίο δίπλωναν στην μέση. Στις άκρες υπήρχαν μικρά πισκούλια (φούντες).

7) Λιπατέ: Παλτό καθημερινής χρήσης. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό καπιτονέ (γαζιά κάθετα και οριζόντια) σε διάφορους χρωματισμούς. Ραμμένη σε ίσια γραμμή με μακριά μανίκια, ανοιχτή μπροστά με στενό γιακά χωρίς κουμπιά.

Zωνάρια

1) Λαχόρ ή λαχόρι: Τετράπλευρο υφαντό στον αργαλειό. Ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στην μέση τους πάνω από την ζιπούνα. Το σχέδιό του σχημάτιζε κάθετες ρίγες 2-3εκ. Η μια ρίγα είχε περίπου 8 εκ. απόσταση από την άλλη και σε αυτό το πλαίσιο σχημάτιζε ψυχεδελικά ημικύκλια τα "λαχούρια". Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σαφράν, της παπαρούνας και του κάστανου. Τα βασικά χρώματα ήταν το πορτοκαλοκόκκινο, το κίτρινο της ώχρας, το μπλε σκούρο, το πράσινο ανοιχτό και το μπεζ. Κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κλεμία (κρόσια), 10 εκ. η κάθε πλευρά. Πάνω στο λαχόρι οριζόντια της κάθε κάθετης πλευράς έραβαν τα "δέματα", κορδέλες του 1,5 εκ. φάρδους. Το κάθε "δέμα" είχε μήκος 1,50μ και στις δύο άκρες του υπήρχαν πισκούλια (φούντες). Με τα "δέματα" στερέωναν το λαχόρι επάνω στο σώμα. Το λαχόρι είχε φάρδος 1μ και 1,10μ. μήκος . Το όνομά του το πήρε από την πόλη Λαχώρη του Πακιστάν.

2) Κοκνέτσα: Τετράπλευρο ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στην μέση τους. Ήταν παρόμοιο με το λαχόρι. Το ύφαιναν από "ταγμένο" μαλλί (πολύ άγριο) και βαμβάκι σε πολύ έντονους χρωματισμούς. Σχημάτιζε ρίγες 2-3 εκ. οι οποίες είχαν απόσταση 5 εκ. μεταξύ τους. Στο πλαίσιο των 5 εκ. σχηματιζόταν ρόμβοι. Το φάρδος της ήταν περίπου 95 εκ. έως 1μ., το μήκος της 1,20μ. και τα κρόσια 15 εκ. Την "κοκνέτσα" την φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από την ζιπούνα ή το μεσοφούστανο. Πάνω από την "κοκνέτσα" έδεναν τη "φοτά".

3) Ταραπουλούζ: Γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο συνδύαζαν οι γυναίκες με το επίσημο ένδυμα. Στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ρίγες που είχαν σαν αποτέλεσμα να σχηματίζουν καρό. Υπήρχαν και ταραπουλούζια που σχημάτιζαν μόνο ρίγα. Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου της ώχρας, του κεραμιδί, του πράσινου, του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του ήταν 1,20μ έως 1,40μ και το φάρδος του 33 εκ. Στις δύο άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά. Τα κλεμία είχαν μήκος 15 εκ. Συνήθως ένωναν με γαϊτάνι τρία κομμάτια των 33 εκ. και έβγαζαν φάρδος περίπου 1μ. Το ταραπουλούζ το έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στην μέση τους πάνω από την ζιπούνα, επειδή όμως ήταν πιο φαρδύ από τα άλλα ζωνάρια στο δέσιμό του σχημάτιζε ντραπέ. Το όνομά του το πήρε από την Τρίπολη του Λιβάνου ή ενδεχομένως από την Τρίπολη της Λιβύης.

4) Φοτά ή πεσταμπάλ ή εμπροστέα: Είδος ποδιάς που φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το λαχόρι. "Φοτά" υπήρχε μεταξωτή και υφαντή. Το φάρδος της ήταν 1,20μ και το ύψος της 85 εκ. Σχημάτιζε κάθετες ρίγες και η κάθε ρίγα είχε φάρδος 7-9 εκ. Ήταν δίχρωμη. Το πιο διαδεδομένο χρώμα ήταν το βυσσινί με το κίτρινο βυζαντινό. Στην υφαντή φοτά τα κυρίαρχα χρώματα ήταν το μαύρο με το καφέ. Υπάρχουν όμως πάρα πολλές παραλλαγές χρωμάτων, μοβ-πράσινο, κόκκινο-άσπρο, μοβ-μαύρο, πράσινο-πορτοκαλί και μπλε-κόκκινο. Στις αστικές περιοχές "φοτά" φορούσαν οι μεγάλες κυρίες άνω των 40 ετών, ενώ στα ορεινά "φοτά" φορούσαν ακόμη και οι νεαρές κοπέλες. Στην περιοχή της Ματσούκας την "φοτά" την έδεναν στο πλάι.

5) Η "εμπροστέα" ήταν ποδιά οικιακής χρήσης. Την φορούσαν οι γυναίκες στην καθημερινή τους εργασία στο σπίτι ή έξω. Το φάρδος της ήταν 1,20μ. και το μήκος της 85 εκ. Ήταν φτιαγμένη από μονόχρωμο ύφασμα σκούρου ή ανοιχτού χρώματος. Το ύφασμα της συγκεκριμένης ήταν από χασέ ή λινάτσα.

6) Πεσταμπάλ ή εμπροτέα από τσόχα: Συμπλήρωνε το κουστούμι της Σάντας και το κουστούμι της Τόνιας. Στην Σάντα την φορούσαν πάνω από το πανωφόρι που κατασκευάζονταν και αυτό από τσόχα. Ήταν σε βυσσινί σκούρο, κόκκινο ή καφέ χρώμα. Είχε μήκος 85 εκ. και φάρδος 53 εκ. Περιμετρικά είχαν κεντημένο δύο σειρές κορδόνι. Την τσόχινη ποδιά έδεναν με τα δέματα (κορδέλες) που στις άκρες τους κρεμόταν κλεμία. Η ποδιά της Τόνιας ήταν κυρίως φτιαγμένη από μαύρη τσόχα σε μήκος 85 εκ. και φάρδος 1,20μ.Την έδεναν πίσω επανωτιστά (η μια πλευρά έμπαινε πάνω στην άλλη) με δέματα. Η επιφάνειά της ήταν κεντημένη με πορφυρούς και κίτρινους σταυρούς. Περιμετρικά ήταν πλεγμένη με γαϊτάνι.

Κοσμήματα

1) Γκιορντάν, γιορτάνι: Αρμαθιά με φλουριά κωσταντινάτα με τρεις ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στο λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.

2) Τα πεντόλιρα: Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία της τούρκικης λύρας. Τα φορούσαν στο λαιμό ένα ή δύο μαζί με διπλή αλυσίδα "κοχλίδ".

3) Καρδίτσας: Έτσι ονόμαζαν τα σκουλαρίκια ή τα μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα, συνήθως βυσσινί, άσπρη ή γαλάζια. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 καρατίων και τα φορούσαν νεαρά κορίτσια.

4) Πέρλες και μαργαριτάρια: Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν τρεις ή τέσσερις φορές στον λαιμό.

5) Κοχλίδ: Χρυσή ή ασημένια αλυσίδα την οποία τύλιγαν πολλές φορές γύρω από τον λαιμό. Έφτανε μέχρι την κοιλιά. Οι σπόνδυλοι της αλυσίδας είχαν το σχήμα σαλιγκαριού, γι αυτό την ονόμαζαν κοχλίδ.

6) Χασίρ ή χασιρί: Χειροποίητα κοσμήματα σε βυζαντινή γραμμή για τον λαιμό και το χέρι. Τα κατασκεύαζαν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στην μια άκρη είχε μια αγκράφα στην οποία οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.

7) Περιλαίμια: Τα κατασκεύαζαν από ασήμι και υπήρχαν σε διάφορα σχέδια.

8) Σαμσάδες ή Σεπσέδες: Ονόμαζαν έτσι τα κωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στην περιοχή του δυτικού Πόντου σαμσάδες ή σεπσέδες έπλεκαν στις πλεξούδες τους.

Καλύματα Κεφαλής

1) Τεπελίκ ή τεπελίκι (κορυφή) ή τάπλα (δίσκος): Τούρκικες λέξεις. Δισκοειδής καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε το όνομά του από την λέξη τεπέ που σημαίνει κορυφή. Το κατασκεύαζαν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάποτο ή βελούδο. Περιμετρικά το φάρδος του ήταν 10 εκ. Ημικυκλικά περνούσαν χαρτί χοντρό ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά κωνσταντινάτα. Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια ή σύρμα φτιαγμένο στο χέρι. Στις δύο μεριές, δεξιά και αριστερά έραβαν κορδέλες τις οποίες έδεναν πίσω στο κεφάλι. Το τεπελίκ το συναντούμε σε όλες τις περιοχές του Πόντου να συνοδεύει την ζιπούνα. Τεπελίκια φορούσαν και οι γυναίκες στην Αρμενία, την Καππαδοκία και την Μ. Ασία. Από έρευνα προκύπτει ότι σε κάποιες περιοχές (Καρς) φορούσαν τεπελίκια που κάλυπταν όλη την περίμετρο της κεφαλής.

2) Κουρσίν: Η λέξη είναι τουρκική. Κουρσίν ονόμαζαν το χρυσό κορδόνι. Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή αντί για μέταλλο, κεντούσαν χρυσό κορδόνι, με αποτέλεσμα να ονομάζεται ολόκληρη η τάπλα κουρσίν.

3) Καμαρά ή καμάρα: Το νυφικό πέπλο και όλα τα στολίδια μαζί με τα κοσμήματα που το συνόδευαν.

4) Λετσέκ: Μαντήλι τετράγωνο που το δίπλωναν στην μέση και το φορούσαν οι γυναίκες μέσης ηλικίας στο κεφάλι. Το λετσέκ είχε διαστάσεις 1,20μ Χ 1,20 μ. Ήταν σκουρόχρωμο και στο εσωτερικό σχημάτιζε διάφορα σχέδια από το ίδιο το υφάδι του σε έντονα χρώματα. Περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Υπήρχαν μαντήλια κεντημένα. Το ύφασμα ήταν ταγμένη λινάτσα (πυκνή) ή καμβάς (γάζα). Το λετσέκ το φορούσαν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό. Το άφηναν λιτό και οι δύο άκρες του έπεφταν στους ώμους. Στην περιοχή της Ματσούκας το φορούσαν δεμένο. Η δεξιά άκρη του περνούσε στην αριστερή μεριά του λαιμού και η αριστερή άκρη του στην δεξιά μεριά του λαιμού. Σταύρωνε κάτω από το πιγούνι και έδενε πίσω στο κάτω μέρος της κεφαλής.

5) Τσίτι ή κατζοδέτρα: Τετράγωνο μαντήλι καθημερινής χρήσης που το φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του ορεινού Πόντου. Οι διαστάσεις ήταν 1μΧ1μ ή 80εκ Χ 80 εκ. Το ύφασμα ήταν τσελβόλ, λινό, βισκόζι ή γάζα. Συνήθως τα συγκεκριμένα μαντήλια ήταν μονόχρωμα σκούρας αλλά και ανοιχτής απόχρωσης. Στην περιοχή της Τόνιας ήταν άσπρα και μαύρα. Στην Σάντα τα χρώματα ήταν το μαύρο με λουλούδια σε έντονους χρωματισμούς. Στην Νικόπολη ήταν το σκούρο μπλε, το σκούρο καφέ και το μαύρο. Στον δυτικό Πόντο, (Σαφράμπολη,Πάφρα και Σινώπη) συναντούμε μαντήλια σε άσπρο σε μπεζ .και σε κόκκινο χρώμα. Το δέσιμο στην περιοχή της Ματσούκας κάλυπτε το πιγούνι αλλά το μέτωπο ήταν ανοιχτό. Στην Σάντα οι δύο άκρες σταύρωναν κατευθείαν πίσω στο λαιμό, περνούσαν από το ύψος των κροτάφων πλάι στην κορυφή της κεφαλής. Στην Νικόπολη αλλά και σε άλλα χωριά της Ματσούκας το μαντήλι κάλυπτε το μέτωπο και το πιγούνι και έδενε πίσω στον λαιμό. Στον δυτικό Πόντο τα κεντημένα μαντήλια τα άφηναν λιτά με τις άκρες να πέφτουν στους ώμους. Τα μονόχρωμα και σταμπωτά τα έδεναν μπροστά στον λαιμό κάτω από το πιγούνι.

Γυναικεία ενδυμασία δυτικού Πόντου

Γυναικεία ενδυμασία δυτικού Πόντου.        

Γυναικεία ενδυμασία Ματσούκας (Κοσμά - Γαλίαινα)

Γυναικεία ενδυμασία Ματσούκας (Κοσμά - Γαλίαινα). 

Γυναικεία ενδυμασία Νικοπόλεως

Γυναικεία ενδυμασία Νικοπόλεως.

Γυναικεία ενδυμασία Πόντου (Αστική)

Γυναικεία ενδυμασία Πόντου (Αστική).

Γυναικεία ενδυμασία Τόνιας (λαϊκή)

Γυναικεία ενδυμασία Τόνιας (λαϊκή).

Γυναικεία ενδυμασία Τραπεζούντας

Γυναικεία ενδυμασία Τραπεζούντας.

Γυναικεία ενδυμασία Χαλδίας - Αργυρούπολης

Γυναικεία ενδυμασία Χαλδίας - Αργυρούπολης.

Γυναικεία φορεσιά (Τρίπολη - Πουλατζάκ)

Γυναικεία φορεσιά (Τρίπολη - Πουλατζάκ).

Γυναικεία φορεσιά Καρς

Γυναικεία φορεσιά Καρς.

Γυναικεία φορεσιά Κερασούντας

Γυναικεία φορεσιά Κερασούντας.

Γυναικεία φορεσιά Σάντας (Λαϊκή)

Γυναικεία φορεσιά Σάντας (Λαϊκή).2

Ενδυμασία Ματσούκας (Λιβερά)

Ενδυμασία Ματσούκας (Λιβερά).

 

Ανδρική

antriki

 

 

1) Ζίπκα: ενδεχομένως σύνθετη λέξη από την ξενική ζιπ (παντελόνι) και την ελληνική κα (κάτω). "Το παντελόνι το φτάνει μέχρι κάτω". Καυκασιανό κουστούμι το οποίο το υιοθέτησαν όχι μόνο οι Πόντιοι, αλλά και οι Αρμένιοι, οι Τούρκοι ( Τσέτες),οι Λαζοί και οι Γεωργιανοί. Εμφανίζεται λίγο πριν το 1900. Το φορούν κυρίως οι ένοπλοι για ελευθερία της κίνησης.

Το ύφασμα της ζίπκας είναι τσόχα ή κασμίρ σε διάφορα χρώματα (μαύρο για τους ένοπλους, μπλε σκούρο ή μπλε ραφ για τους νέους, γκρι για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, καφέ σκούρο, καφέ καμηλό, δαμασκηνί και κυπαρισσί. Εσωτερικά είναι επενδεδυμένη με κάποτο σε σκούρο χρώμα, στη μέση είναι φαρδύ και σχηματίζει πολλές πτυχές και πιέτες πίσω και μπροστά, τα σκέλη μέχρι και τον αστράγαλο ήταν στενά δεξιά και αριστερά στο ύψος του παλτουριού (μπούτι) είχε τσέπες, ήταν απλικάρισμένη με κορδόνι σε διάφορα χρώματα γύρω από τις τσέπες έως κάτω από τον αστράγαλο.

2) Γιλέκ: Γιλέκο σε τσόχα ή κασμίρ ύφασμα μονόχρωμο, αλλά και βαμβακομέταξο ριγωτό, το μήκος του ξεκινούσε από τον ώμο έως την λεκάνη περίπου στα 65εκ. ήταν κεντημένο με κορδόνι σε διάφορα χρώματα. Είχε δύο τσέπες δεξιά και αριστερά κάτω από το στήθος. 'Έκλεινε από τα δεξιά προς τα αριστερά. Το γιλέκο ήταν σε σταυρoκούμποτο ή ονοκούμποτο σχέδιο. Τα κουμπιά ήταν μεταλλικά , υφασμάτινα ή γαϊτάνι.

3) Καμίς: Υποκάμισο σε μπεζ ή άσπρο κυρίως χρώμα αλλά και σε ρίγα και πτι καρό, σε διάφορες αποχρώσεις με όρθιο ή κλασικό γιακά, μανίκια σε ίσια γραμμή ή μανσέτα με δυο κουμπιά και άνοιγμα εμπρός μέχρι το στήθος και πέντε κουμπιά.

4) Πασλούκ: Λέξη τουρκική "Κεφαλοδέσιμο" σε μήκος 1,50μ. έως 2,00μ. με τις ταινίες του δεξιά και αριστερά και φάρδος 0,30εκ. Η κορυφή του σχημάτιζε μύτη και επάνω ήταν ένα ή δύο κλεμία με πισκούλια (κορδόνια με φούντες). Το έδεναν γύρω από το κεφάλι. Συναντούμε διάφορα είδη δεσίματος.

5) Καραβόνα: αντρικό παντελόνι πολύ φαρδύ στη μέση και τα γόνατα. Από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο στένευε και κολλούσε στις γάμπες, το δένανε εσωτερικά με κορδόνια . Σχημάτιζε πολλές πτυχές πίσω και εμπρός. Την μέση την συγκρατούσε κορδόνι εσωτερικά περασμένο στο ύφασμα. Ήταν αφοδράριστη. Η καραβόνα ήταν από τσόχα ή κασμίρι σε διάφορα χρώματα κυρίως καφέ, μαύρο και μoβ. Σαν ολοκληρωμένη ενδυμασία συνοδευόταν από το καμίς, το γιλέκ, το ταραπουλούζ (ζωνάρι), το φεζ (καπέλο) και το αντρικό μακρυγούνι που το φορούσαν οι προεστοί στα αστικά κέντρα και προϋπήρχε σαν φορεσιά από την ζίπκα.

6) Σαλβάρι:αντρικό παντελόνι παρόμοιο με την καραβόνα. Η διαφορά ήταν στο ότι το σαλβάρι κατέληγε στο γόνατο, ήταν πολύ φαρδύ και σχημάτιζε πτυχές. Το συγκρατούσε στην μέση το καΐς (λεπτή ή φαρδιά δερμάτινη ζώνη).

7) Ποτούρι: καθημερινό ένδυμα παρόμοιο με το σαλβάρι και την καραβόνα. Το επάνω μέρος σχημάτιζε τρεις πιέτες από τα αριστερά και τρεις πιέτες από τα δεξιά. Μπροστά έχει άνοιγμα το οποίο ονομάζεται "τσιλτιφίρ" και κάτω στένευε μέχρι τον αστράγαλο. Στα δύο πλαϊνά των αστραγάλων εσωτερικά η εξωτερικά είχε σχισμές 10 εκ. για να μπαίνει εύκολα το πόδι. Το ποτούρι γινόταν από βαμβακερό ύφασμα ή λινάτσα σε σκουρόχρωμες αποχρώσεις.

Πανωφόρια

1) Μακρογούνι: Επίσημο ένδυμα που ξεκινάει από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της υψηλής πύλης και φτάνει μέχρι τις αρχές του 1900. Το φορούσαν οι προεστοί. Μακρυγούνια ανδρικά συναντάμε σε διάφορα σχέδια , χρώματα και υφάσματα. Έχουμε δύο παραλλαγές. Στην μια παραλλαγή ήταν ραμμένο από μαύρη ή γκρι ευρωπαϊκή τσόχα σε ίσια γραμμή και σε δύο μήκη. Το ένα μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους αστράγαλους και το άλλο μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στα γόνατα. Εσωτερικά και εξωτερικά ήταν επενδυμένο με γούνα Ρωσίας. Στην άλλη παραλλαγή ήταν ραμμένο από βελούδο δαμάσκο ή βελούδο μπροκάρ σε βυσσινί ή σκούρο κυπαρισσί χρώμα σε γραμμή (Α). Το ύψος ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στους αστράγαλους ή λίγο πιο πάνω. Εσωτερικά και εξωτερικά, αλλά και στον γιακά και στα μανίκια ήταν επενδυμένο με γούνα "τσιντσιλά".

2) Καφτάν: Πανωφόρι που φορούσαν μόνο οι προεστοί. Το μάκρος ξεκινούσε από τον λαιμό και έφτανε στα γόνατα. Το ύφασμά του ήταν από μπροκάρ μεταξωτό. Το χρώμα του ήταν συνήθως βυσσινί, κεραμιδί σκούρο ή βαθύ σκούρο πράσινο. Κούμπωνε με κουμπιά χρυσοποίκιλτα ή μεταλλικά, από δεξιά προς τα αριστερά και από τον λαιμό μέχρι την μέση. Τα μανίκια σχημάτιζαν πτυχές ραμμένα σε μανσέτα στενή στον καρπό. Τόσο ο γιακάς όσο και οι μανσέτες ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Είχε κοινά στοιχεία με τον βυζαντινό μανδύα και το τσαρικό σακάκι.

3) Αντρική ζιπούνα ή αμπάς ή αντερίν: Αντρικό σακάκι που αποτελούσε με το γιλέκο και την ζίπκα την αντρική φορεσιά. Το ύψος της ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στους γοφούς. Την κατασκεύαζαν από τσόχινο ή κασμιρένιο ύφασμα σε διάφορα χρώματα. Επάνω είχε στενό γιακά και κούμπωνε μπροστά σταυρωτά , δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα. Τα μανίκια ήταν μακριά και στις άκρες σχιστά. Μερικά ήταν επενδυμένα με γυαλιστερό ύφασμα σε διαφορετική απόχρωση από το υπόλοιπο ρούχο. Στους ώμους και στους αγκώνες ήταν ραμμένο διπλό ύφασμα που στο τελείωμά του είχε κεντημένο κορδόνι. Αντρική ζιπούνα συναντάμε σε διάφορα σχέδια σε όλο τον Πόντο.

4) Σαλταμάρκα ή κοντές αντρική: Έχει κοινά στοιχεία με την γυναικεία. Υπήρχε σε δύο μήκη. Το πρώτο ξεκινούσε από τους ώμους, κατέληγε στην μέση και ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή με μακριά μανίκια. Ήταν ανοιχτό μπροστά χωρίς κουμπιά. Το δεύτερο ξεκινούσε το μήκος του από τους ώμους και κατέληγε στα γόνατα ή στις γάμπες. Κούμπωνε στο πλάι ή στην μέση. Ήταν φτιαγμένη από ευρωπαϊκή τσόχα σε μαύρο γκρι ή καφέ χρώμα. Εσωτερικά ήταν φοδραρισμένο από κάποτο. Είχε τσέπες εσωτερικά και εξωτερικά.

5) Γιλέκ ή τσαμαντάν ή στενό: Γιλέκο από τσόχα ή κασμίρ ύφασμα και μερικές φορές βελούδο ή βαμβακομέταξο. Τα χρώματα ήταν κυρίως μοβ, δαμασκηνί, βυσσινί, και βαθύ πράσινο. Ήταν φοδραρισμένο από χασέ ή λινάτσα. Μπροστά κούμπωνε σταυρωτά. Τα κουμπιά ήταν συνήθως μεταλλικά και μερικές φορές πλεγμένα γαϊτάνι.

6) Τσόχα: Κατασκευασμένη από μάλλινο ύφασμα φοδραρισμένη ή αφοδράριστη. Την αντρική τσόχα την συναντάμε σε τρία διαφορετικά μάκρη. Στην μια περίπτωση το ύψος ξεκινάει από τους ώμους, καταλήγει στην μέση και κουμπώνει μπροστά. Στην δεύτερη περίπτωση το ύψος ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στους γοφούς και στην τρίτη περίπτωση το ύψος ξεκινάει από τους ώμους, καταλήγει στο μπούτι και κουμπώνει μπροστά. Έχει τσέπες δεξιά και αριστερά και μερικές φορές την συναντούμε με γιακά μονόπετο.

Ζωνάρια

1) Κουσάκ: Λέξη τουρκική. Είδος ζωναριού που το κατασκεύαζαν από μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα. Το φορούσαν κυρίως οι άντρες με την καθημερινή τους φορεσιά σε διάφορα χρώματα (μπεζ, κεραμιδί, ώχρα) ή ριγωτό σε διάφορα χρώματα του σαφράν και της παπαρούνας. Το μήκος του ήταν 3,5 ή 4 μέτρα και το φάρδος του ήταν 30 εκ. Στις δύο άκρες του υπήρχαν κλεμία.

2) Ταραπουλούζ: Μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό. Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά με κυρίαρχα,το βυσσινί, το μπεζ, το μπλε, το πράσινο και την ώχρα. Το μήκος του έφτανε τα 8 μέτρα και το φάρδος του τα 40 εκ. Συνήθως όμως ένωναν με γαϊτάνι τρία κομμάτια των 40 εκ. και έβγαζαν ένα φάρδος 1,20 μ. Στις άκρες έφτιαχναν φούντες με κρόσσι από το ίδιο ύφασμα περίπου 20 εκ. η κάθε πλευρά. Πήρε το όνομά του από την Τρίπολη του Λιβάνου και ενδεχομένως και από την Τρίπολη από την Λιβύης από όπου και το έκαναν εισαγωγή. Το ταραπουλούζ το δίπλωναν και το τύλιγαν οι άντρες πολλές φορές στην μέση τους. Το σχέδιο τελειωμένο σχημάτιζε ντραπέ (πλισέ).

3) Καίς: Είδος δερμάτινης ζώνης. Την φορούσαν για να συγκρατούν τα παντελόνια (καραφόνα, σαλβάρ, ποτούρ). Το μήκος του ήταν 1μ. ή 1,50μ. και το φάρδος του 3εκ., 5εκ. 7 εκ. ή μπορεί και 10εκ. Στο ένα άκρο υπήρχε μεταλλική πόρπη.

4) Σελάχιν ή σελαχλίκ ή σελαχρούκ: Δερμάτινο ζωνάρι που έμπαινε πάνω από το ταραπουλούζ. Ήταν ειδικά φτιαγμένο για να τοποθετούν οι άντρες την "κάμα" (σπαθάκι), το καπνοσάκουλο και διάφορα προσωπικά τους αντικείμενα. Έπιανε την κοιλιακή χώρα , από την μια άκρη στην άλλη. Στην μια μεριά ήταν στενό και στην άλλη φαρδύ καμπυλωτό. Πίσω το συγκρατούσαν δερμάτινα κορδόνια. Ήταν φτιαγμένο από τρεις σειρές ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα στο οποίο έδιναν διάφορους τόνους από καφέ ανοιχτό έως καφέ σκούρο και μαύρο.

Κοσμήματα

1) Κολπιός, εγκόλπιο: Παραλληλόγραμμο κόσμημα διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι. Ήταν σκαλισμένο στο χέρι. Στην μια πλευρά απεικονιζόταν ο Άγιος Γεώργιος και στην άλλη μια οποιαδήποτε ψυχεδέλεια συνήθως κλαδί της άμπελου. Επάνω είχε συρταράκι το οποίο ανοιγόκλεινε. Στο εσωτερικό του "κολπιού" τοποθετούσαν τίμιο ξύλο από τους Άγιους Τόπους, "χατζηλίκι" ή μπαρούτι. Στις δύο άκρες έδενε αλυσίδα "Αρζαντό" ασημένια, που είχε σχήμα (8) και είχε μήκος 1,80μ. Το φορούσαν οι άντρες σταυρωτά από το μέρος της καρδιάς

2) Φυλαχτόν ή τάμα: Τριγωνικό κόσμημα διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι. Η μια πλευρά ήταν χαραγμένη με διάφορα ψυχεδελικά σχέδια. Επάνω είχε συρταράκι που ανοιγόκλεινε. Στο εσωτερικό του τοποθετούσαν τίμιο ξύλο. Στις δύο άκρες έδενε αλυσίδα "αρζαντό" 40 εκ. Το φορούσαν οι άντρες στο στήθος και μερικές φορές και οι γυναίκες.

3) Ώρα και κιοστέκ:Ρολόι με μακρυά αλυσίδα (φίδι) σε ασήμι ή χρυσό μήκους 2μ. Το φορούσαν οι άντρες αλλά και οι γυναίκες. Την αλυσίδα την συγκρατούσε ο "αλεπός", τριγωνικό αξεσουάρ που ρύθμιζε το ύψος της. Το κιοστέκ και την ώρα οι άντρες τα έριχναν στην δεξιά τσέπη του γιλέκου τους ενώ οι γυναίκες τα τοποθετούσαν επάνω στο λαχόρι τους.

4) Κεντήλ: Οβάλ αξεσουάρ το οποίο φορούσαν οι άντρες στο δεξί μπράτσο. Το φορούσαν πάνω από την αντρική ζιπούνα(σακάκι). Το κεντήλ ήταν υφασμάτινο κεντημένο με χρυσό κορδόνι ή πλεγμένο χρυσό σύρμα.

Καλύματα Κεφαλής

1) Κεφαλοδέσιμο ή πασλούκ (λέξη τουρκική). Το πασλούκ αποτελούσε κομμάτι της ανδρικής ενδυμασίας. Ήταν κατασκευασμένο από τσόχινο ή κασμιρένιο ύφασμα. Το μήκος του ήταν 1,50μ και το φάρδος 30εκ. Οι ταινίες του δεξιά και αριστερά στο τελείωμά τους σχημάτιζαν καμπύλες. Στο εσωτερικό του ντουμπλάριζαν ύφασμα "ατλάζι" σε γυαλιστερά χρώματα. Η κορυφή του σχημάτιζε μύτη και πάνω έραβαν ένα ή δύο πισκούλια (κορδόνια με φούντες).Το ύφασμα περιμετρικά ήταν κεντημένο με κορδόνι. Το έδεναν μία ή δύο φορές γύρω από το κεφάλι. Συναντούμε διάφορα σχέδια δεσίματος.

2) Φέζ ή φέζι: Ονομασία της γαλλικής τόκας. Αντρικό καπέλο το οποίο φορούσαν οι προεστοί σε όλη την Ανατολή. Εσωτερικά ήταν κατασκευασμένο από χοντρό χαρτί, εξωτερικά ήταν επενδυμένο με τσόχα και είχε σχήμα δίσκου. Το κάτω μέρος ήταν μεγαλύτερο για να εφάπτεται στο κεφάλι, ενώ επάνω στένευε. Στην κορυφή του είχε ραμμένο πισκούλι (φούντα). Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν για το φέζ ήταν το κόκκινο, το βυσσινί, το μαύρο, το μοβ και το γκρι. Μερικές φορές πάνω από αυτό τύλιγαν σειρές υφάσματος. Υπήρχαν διάφορα ύψη φέζ. Συνήθως όσο πιο κοινωνικά ανεβασμένος ήταν κάποιος τόσο πιο ψηλό φέζ φορούσε. Πήρε το όνομά του από την πόλη Φέζ στο Μαρόκο. Στον Πόντο φέζ φορούσαν όχι μόνο οι προεστοί αλλά και οι ένοπλοι (ζιπκαλήδες).

3) Ρωσική τόκα: Συνόδευε το καυκασιανό κουστούμι. Την φορούσαν οι Έλληνες του Πόντου που μετανάστευαν για επαγγελματικούς λόγους στην Σοβιετική Ένωση. Είχε διάφορα ύψη και ήταν κατασκευασμένη από ρωσική γούνα. Συνήθως από λινγκς Σιβηρίας (είδος λύκου), ζιμπελίνα ή καστόρ.

 

Αντίγραφο ενδυμασίας οπλαρχηγού Ευάγγελου Ιωαννίδη

Αντίγραφο ενδυμασίας οπλαρχηγού Ευάγγελου Ιωαννίδη.

Αντρική ενδυμασία Νικοπόλεως

Αντρική ενδυμασία Νικοπόλεως.

Αντρική ζίπκα (αντάρτικη)

Αντρική ζίπκα (αντάρτικη).2

Αντρική ζίπκα (αντάρτικη)

Αντρική ζίπκα (αντάρτικη).

Αντρικό κουστούμι (προεστών)

Αντρικό κουστούμι (προεστών).2

Αντρικό κουστούμι (προεστών)

Αντρικό κουστούμι (προεστών).

1 σχόλιο:

  1. Καλημέρα
    Έχετε κοινοποιήσει την έρευνα και καταγραφή μου για την ποντιακή ενδυμασία εδώ και χρόνια καθώς και το αρχειακό φωτογραφικό μου υλικό και δεν είχατε καν την στοιχειώδη ευγένεια να αναφέρετε την πηγή..
    Αυτές οι ενέργειες δεν μας τιμούν σαν στοιχείο.

    Ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή